Ἐνώπιον τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ
Ἡθεία Λειτουργία ποὺ τελεῖται στοὺς ὀρθόδοξους ἱεροὺς Ναούς μας εἶναι αὐτὴ ἡ Θυσία ποὺ προσφέρθηκε μία φορὰ καὶ γιὰ πάντα ἀπὸ τὸν Μονογενὴ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Ὅταν πηγαίνουμε στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ λειτουργηθοῦμε, στὴν πραγματικότητα μεταφερόμαστε στὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ· διότι τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας μὲ τρόπο μυστηριακὸ ζωντανεύει ἐνώπιόν μας ἡ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη Θυσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πῶς ὅμως προβάλλεται ἡ σταυρικὴ Θυσία τοῦ Κυρίου μας στὴ θεία Λειτουργία καὶ ποιά εἶναι ἡ δική μας συμμετοχὴ σὲ αὐτήν;
Πρὶν ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία, ὡς ἀπαραίτητη προετοιμασία καὶ προπαρασκευὴ γι᾿ αὐτήν, τελεῖται μία εἰδικὴ ἱερὴ Ἀκολουθία στὴν ἀριστερὴ κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος. Πρόκειται γιὰ τὴν «Πρόθεση» (ἢ «Προσκομιδή»), ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συμβολικὴ καὶ ἐποπτικὴ ἀναπαράσταση τοῦ Πάθους καὶ τῆς Ταφῆς τοῦ Κυρίου.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Ἀκολουθίας αὐτῆς ὁ λειτουργὸς ἱερέας ἀπαγγέλλει τὸ κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς: «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου1 τῷ τιμίῳ σου Αἵματι...» Μὲ τὸ τροπάριο αὐτὸ τονίζεται ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ἐξαγόρασε καὶ μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου μὲ τὸ τίμιο Αἷμα του, τὸ ὁποῖο προσέφερε κατὰ τὴ σταυρική του Θυσία.
Ἡ ἁγία Πρόθεση τελεῖται ἀκριβῶς ὡς ἀνάμνηση αὐτῆς τῆς Θυσίας, γι’ αὐτὸ ὁ ἱερέας στὴ συνέχεια σχηματίζει ἐπάνω στὸν
προσφερόμενο ἄρτο («πρόσφορο») μὲ τὴν ἁγία Λόγχη τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, λέγοντας: «Εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Κι ἐνῶ ξεχωρίζει ἀπὸ τὸ πρόσφορο τὸν «Ἀμνό», δηλαδὴ τὸ κεντρικὸ τετράγωνο τμῆμα του, ποὺ ἔχει ἔκτυπα τὰ γράμματα ΙΣ ΧΣ ΝΙΚΑ καὶ τὸ ὁποῖο πρόκειται μὲ τὸν καθαγιασμὸ νὰ μεταβληθεῖ σὲ Σῶμα Χριστοῦ, ἀπαγγέλλει λόγους τοῦ προφήτη Ἡσαΐα ποὺ ἀναφέρονται στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου: «Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη...» (Ἡσ. νγ΄ [53] 7).
Ἔπειτα χαράσσει καὶ τέμνει σταυροειδῶς τὸν Ἀμνὸ ἀπὸ τὴν κάτω πλευρά του λέγοντας: «Θύεται ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας». Κι εὐθὺς ἀμέσως κεντᾶ μὲ τὴ Λόγχη τὸν Ἀμνὸ προσθέτοντας τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελιστῆ: «Εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ» (Ἰω. ιθ΄ 34). Τὴν ἴδια στιγμὴ ρίχνει μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο οἶνο καὶ νερό, εὐλογώντας αὐτὴ τὴν ἕνωση καὶ ἀνάμειξη.
Ὅλα αὐτὰ φανερώνουν μὲ τρόπο σαφὴ καὶ ἀδιαμφισβήτητο ὅτι κατὰ τὴν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας μεταφερόμαστε ἐνώπιον τοῦ φρικτοῦ Γολγοθᾶ καὶ ζοῦμε αὐτὰ τὰ ἴδια ὑπερφυὴ γεγονότα τῆς σταυρικῆς Θυσίας τοῦ Κυρίου.
Ὡστόσο ἡ τελετὴ τῆς Προθέσεως, καθὼς συνεχίζεται, μᾶς δείχνει καὶ ποιά εἶναι ἡ δική μας θέση μπροστὰ στὴ Θυσία τοῦ Κυρίου.
Ἀφοῦ ὁ λειτουργὸς ἑτοιμάσει τὸν ἅγιο Ἀμνὸ καὶ τὸν τοποθετήσει στὸ κέντρο τοῦ
ἁγίου Δισκαρίου, συνεχίζει ἐξάγοντας καὶ ἄλλες μερίδες ἀπὸ τὰ πρόσφορα ποὺ διαθέτει. Πρωτίστως ἐξάγει εἰδικὴ μερίδα «εἰς τιμὴν καὶ μνήμην τῆς ὑπερευλογημένης, ἐνδόξου, Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου», τὴν ὁποία τοποθετεῖ στὰ δεξιὰ τοῦ Ἀμνοῦ, ἐνῶ, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τοποθετεῖ σὲ τρεῖς τριάδες μερίδες γιὰ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, τοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Ἱεράρχες, τοὺς Μάρτυρες, τοὺς Ὁσίους καὶ ἄλλους Ἁγίους.
Ὕστερα ἐξάγει εἰδικὴ μερίδα γιὰ τὸν Ἐπίσκοπο καὶ ποιμένα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ συνέχεια μνημονεύει ὀνόματα ζώντων καὶ τεθνεώτων ἀπὸ τὰ δίπτυχα τῶν Χριστιανῶν, ἐξάγοντας ἕνα μικρὸ ψιχίο γιὰ τὸν καθέναν, ὥστε ὅλοι οἱ πιστοὶ νὰ ἔχουν τὴ δική τους θέση ἐνώπιον τοῦ Ἀμνοῦ.
Τί Μυστήριο! Ὅλη ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐπάνω στὸ ἅγιο Δισκάριο: στὸ κέντρο ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, δεξιὰ κι ἀριστερὰ ἀντίστοιχα ἡ Παναγία μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους καὶ μαζί τους, ἐνώπιον τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, τὸ σύνολο τῶν πιστῶν Χριστιανῶν. Ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖ, γύρω ἀπὸ τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ. Τί ὑπέροχη κοινωνία!
Ἡ Ἀκολουθία τῆς ἁγίας Προθέσεως ὁλοκληρώνεται μὲ τὴν κάλυψη τῶν Τιμίων Δώρων καὶ τὴν ἀνάγνωση ἀπὸ τὸν ἱερέα τῆς εἰδικῆς εὐχῆς («Ὁ Θεός, ὁ Θεὸς ἡμῶν...»), μὲ τὴν ὁποία παρακαλεῖ τὸν Οὐράνιο Πατέρα νὰ δεχθεῖ τὴν ταπεινὴ αὐτὴ προσφορὰ ἐν ὀνόματι τῆς Θυσίας τοῦ Υἱοῦ του καὶ νὰ θυμηθεῖ τόσο αὐτοὺς ποὺ προσέφεραν τὰ δῶρα, ὅσο καὶ αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους τὰ προσέφεραν: «Μνημόνευσον, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος, τῶν προσενεγκάντων, καὶ δι’ οὓς προσήγαγον...»
Εἶναι μεγάλη εὐλογία νὰ μνημονεύεται τὸ ὄνομά μας στὴν ἁγία Πρόθεση, διότι ἔτσι μνημονεύεται καὶ στὴ θεία Λειτουργία, ὅταν, μετὰ τὸν καθαγιασμό, ἔχει ἤδη κατέλθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἔχει μεταβάλει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα
Χριστοῦ. Τότε, λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων2, «μεγίστην ὄνησιν» λαμβάνουν οἱ ψυχὲς ὑπὲρ τῶν ὁποίων προσφέρεται ἡ δέηση «τῆς ἁγίας καὶ φρικωδεστάτης προκειμένης θυσίας»· δηλαδή, πολὺ μεγάλη ὠφέλεια δέχονται οἱ ψυχές, γιὰ τὶς ὁποῖες ἀναπέμπονται δεήσεις ἐνώπιον τῆς ἁγίας καὶ φοβερῆς Θυσίας τοῦ Θεανθρώπου. Καὶ κάτι ἀκόμα πιὸ συγκλονιστικό: Πρὸς τὸ τέλος τῆς θείας Λειτουργίας ὁ ἱερέας, καθὼς «συστέλλει» τὰ Ἅγια, δηλαδὴ καθὼς συμμαζεύει μὲ πολλὴ προσοχὴ ὅλα τὰ ψιχία ἀπὸ τὸ ἅγιο Δισκάριο καὶ τὰ ρίχνει μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο, ἀπευθύνει τὴν ἑξῆς ἱκεσία: «Ἀπόπλυνον, Κύριε, τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τῷ Αἵματί σου τῷ ἁγίω...»· ποὺ σημαίνει: Κύριε, ξέπλυνε μὲ τὸ πανάγιο Αἷμα σου τὰ ἁμαρτήματα τῶν δούλων σου ποὺ μνημονεύθηκαν ἐδῶ σ’ αὐτὴ τὴ θεία Λειτουργία.
Ἄραγε ὑπάρχει μεγαλύτερη εὐλογία ἀπὸ τὸ νὰ μετέχουμε κι ἐμεῖς μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο στὴ θεία Λειτουργία; Ἂς φροντίζουμε νὰ δίνουμε μαζὶ μὲ τὸ πρόσφορο καὶ τὰ ὀνόματα τὰ δικά μας καὶ τῶν οἰκείων μας, ζώντων καὶ κεκοιμημένων, καὶ νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι πολὺ μεγάλη ὠφέλεια θὰ ἀποκομίζουμε ὅλοι. Ἡ ὠφέλεια δὲ αὐτὴ θὰ εἶναι ἀσύγκριτα μεγαλύτερη, ἂν προσφέρουμε ὄχι ἁπλὰ τὴν ὑλικὴ προσφορά μας, ἀλλὰ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, θυσιάζοντας τὸ ἐγωιστικό μας θέλημα καὶ ἔχοντας σταθερὴ τὴν ἀπόφαση καὶ τὴ διάθεση νὰ ἀκολουθοῦμε πιστὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ εἷναι ἡ πραγματικὴ καὶ εὐάρεστη θυσία στὸν Θεό.
1. Ὀνομάζεται ὁ Νόμος «κατάρα», ὄχι διότι καθεαυτὸς ἦταν κατάρα, ἀλλὰ διότι δὲν μποροῦσε νὰ προσφέρει λύτρωση στὸν ἄνθρωπο. Ὁ Νόμος ἦταν ἅγιος, ἡ ἀδυναμία ὅμως τῶν ἀνθρώπων νὰ τὸν ἐφαρμόσουν, οἱ παραβάσεις του, τὸν μετέτρεπαν σὲ βάρος ἀσήκωτο, σὲ «κατάρα». Ἀπὸ αὐτὸ τὸ βάρος μᾶς λύτρωσε ὁ Κύριος μὲ τὴ Θυσία του.
2. Βλ. Παν. Ν. Τρεμπέλα, Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Λατρείαν μας, Ἀθῆναι 19977, σελ. 336.