Επιβράδυνση στην Ευρωζώνη διαπιστώνει ο Ντράγκι - Μέτρα στο Πεκίνο
Το γερμανικό «φρένο» οιωνός για την παγκόσμια ανάπτυξη
Με τον βραδύτερο ρυθμό πενταετίας αναπτύχθηκε η γερμανική οικονομία το 2018, καθώς οι εξαγωγείς δέχθηκαν πλήγμα από την εμπορική διένεξη ΗΠΑ-Κίνας, εξέλιξη που επιτείνει τους φόβους για παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση. Την επιβράδυνση της οικονομίας της Ευρωζώνης διαπιστώνει και ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, ο οποίος εξακολουθεί να θεωρεί αναγκαία τα μέτρα στήριξης. Ταυτόχρονα, η Κίνα σηματοδότησε ότι θα προχωρήσει στη λήψη και νέων μέτρων στήριξης της οικονομίας της στο άμεσο μέλλον, μία ημέρα μετά την ανακοίνωση ιδιαίτερα εξασθενημένων στοιχείων για τις εξαγωγές της.
Η γερμανική οικονομία αναπτύχθηκε το 2018 με ρυθμό 1,5%, πολύ χαμηλότερα από το 2,2% που είχε καταγράψει το 2017, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία. Παρότι η γερμανική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται εδώ και εννέα έτη, ο ρυθμός ανάπτυξης έχει εμφανώς κατεβάσει ταχύτητα.
Οι εταιρικές επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό ήταν ιδιαίτερα ισχυρές, παρουσιάζοντας αύξηση 4,5% και αντισταθμίζοντας την επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών, που περιορίστηκε στο 2,4% από 4,6% το 2017. Καθώς όμως οι εισαγωγές αυξήθηκαν με ταχύτερο ρυθμό από τις εξαγωγές, το εμπόριο επέδρασε αρνητικά στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών επικαλέστηκε την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, τη μείωση των πωλήσεων αυτοκινήτων, ως αποτέλεσμα των πιο αυστηρών περιβαλλοντικών προδιαγραφών, καθώς και άλλους παράγοντες, όπως απεργιακές κινητοποιήσεις. Ο επικεφαλής του οικονομικού ινστιτούτου DIW, Μάρσελ Φράτσερ, εκτιμά πάντως ότι η ισχυρή εγχώρια οικονομική δραστηριότητα και το πλεόνασμα ρεκόρ του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού των 60 δισ. ευρώ θα καθοδηγήσουν την ανάπτυξη φέτος. Πιστεύει δε ότι η ισχυρή αγορά εργασίας με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τις υγιείς αυξήσεις των μισθών θα στηρίξουν την ιδιωτική κατανάλωση ως βασικό πυλώνα της οικονομίας.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι χαρακτήρισε απογοητευτική την ανάπτυξη της οικονομίας στην Ευρωζώνη, απευθυνόμενος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, λέγοντας ότι εξακολουθούν να είναι αναγκαία ορισμένα σημαντικά μέτρα στήριξης για να συνεχίσουν οι ανοδικές πιέσεις στις εγχώριες τιμές και στον πληθωρισμό σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Ωστόσο, η HSBC προειδοποίησε, μέσα σε αυτό το εξασθενημένο οικονομικό περιβάλλον, ότι η ΕΚΤ έχασε την ευκαιρία να αυξήσει τα επιτόκια και προβλέπει, όπως και άλλοι οικονομολόγοι, ότι ο Μάριο Ντράγκι δεν θα καταφέρει να αυξήσει πλέον τα επιτόκια πριν από τη λήξη της θητείας του τον Οκτώβριο.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Goldman Sachs δεν προβλέπει μεν ύφεση για φέτος, όμως βλέπει απότομη επιβράδυνση εξαιτίας της κάμψης του εμπορίου, της κινεζικής επιβράδυνσης, του Brexit και της πολιτικής αβεβαιότητας στην Ευρώπη. Επίσης επενδυτές που συμμετείχαν σε έρευνα της Natixis τον Δεκέμβριο πιστεύουν στην πλειονότητά τους ότι το πιο παρατεταμένο ράλι στην ιστορία της Wall Street θα φθάσει στο τέλος του το 2019.
Την ίδια ώρα η Κίνα ετοιμάζεται να προχωρήσει σε περαιτέρω μέτρα στήριξης στο άμεσο μέλλον, καθώς η εμπορική διένεξη με τις ΗΠΑ έχει βαριές επιπτώσεις στις εξαγωγές της, εγείροντας τον κίνδυνο ακόμη μεγαλύτερης οικονομικής επιβράδυνσης. Το Πεκίνο θα συνεχίσει την προληπτική δημοσιονομική πολιτική του, τη συνετή νομισματική πολιτική, δεσμευόμενο να διευκολύνει τη χρηματοδότηση προς μικρές και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ορισμένοι αναλυτές πιστεύουν ότι το Πεκίνο θα μπορούσε να μειώσει τους φόρους και τις προμήθειες κατά 2 τρισ. γιουάν (296,21 δισ. δολ.) και να επιτρέψει στις τοπικές κυβερνήσεις να εκδώσουν επιπλέον ομόλογα αξίας 2 τρισ. γιουάν για τη χρηματοδότηση βασικών προγραμμάτων. Σημειώνεται ότι οι κινεζικές τράπεζες χορήγησαν πέρυσι δάνεια αξίας ρεκόρ 2,4 τρισ. δολαρίων.