Για το χρέος δεν αρκούν επιμήκυνση - επιτόκια
Η ελάφρυνση από μόνη της δεν θα φέρει αποτέλεσμα χωρίς μακροχρόνια οικονομική μεγέθυνση
Τις παραμέτρους που επηρεάζουν τη βιωσιμότητα του χρέους επισημαίνει ανάλυση της Alpha Bank, τονίζοντας πως δεν αρκεί μόνο η ελάφρυνση μέσω παρεμβάσεων στα επιτόκια και την περίοδο αποπληρωμής, αλλά απαιτείται και η ενίσχυση της δυνατότητας εξυπηρέτησης μέσω της μακροχρόνιας οικονομικής μεγέθυνσης, δηλαδή μέσω της αύξησης του παρονομαστή του λόγου χρέους προς ΑΕΠ. Οι οικονομολόγοι της τράπεζας μελετούν τη δυναμική των θεμελιωδών παραγόντων που προσδιορίζουν την οικονομική μεγέθυνση μακροπρόθεσμα, σημειώνουν πάντως ότι δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η θετική επίδραση που θα είχαν τα μέτρα της ελάφρυνσης του χρέους στον περιορισμό των επενδυτικών αβεβαιοτήτων και κατά συνέπεια στην αναπτυξιακή διαδικασία στον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
Οι κύριοι παράγοντες που προσδιορίζουν τη μεγέθυνση της οικονομίας μακροχρονίως είναι η εξέλιξη του μεγέθους του εργατικού δυναμικού της χώρας, η συσσώρευση κεφαλαίου και η πορεία της παραγωγικότητας των δύο αυτών βασικών συντελεστών παραγωγής.
Η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank επισημαίνει ότι ο μακροχρόνιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης αναμένεται να προσδιοριστεί από (α) την περιορισμένη, ενδεχομένως και αρνητική, συμβολή του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, εξαιτίας της δημογραφικής γήρανσης του πληθυσμού και τη βραδεία αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας (β) την άνοδο της παραγωγικότητας που δύναται να στηριχθεί στο υψηλής ποιότητας και εκπαίδευσης ανθρώπινο δυναμικό της χώρας και την εμβάθυνση των διαρθρωτικών αλλαγών και (γ) την ισχυρή θετική επίπτωση της συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία θα υποστηριχθεί από την ανάγκη ανανέωσης του εξοπλισμού, την προσέλκυση κεφαλαίων από το εξωτερικό, τη βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας μέσω της σταδιακής επιστροφής των καταθέσεων και από την τόνωση της μέσης ροπής προς αποταμίευση.
Οι οικονομολόγοι εξετάζουν επίσης τη δυνατότητα της μεταποιητικής βιομηχανίας να συμβάλει στην ανάπτυξη, πλαισιώνοντας τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Η βιομηχανία και ειδικότερα η μεταποίηση επέδειξε αντοχές κατά το 2016 και τους πρώτους μήνες του 2017 και συνέβαλε θετικά στην οικονομία και η θετική αυτή επίδοση συνδέεται με το γεγονός ότι οι μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις, παρά την επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων και τις φορολογικές επιβαρύνσεις πέτυχαν να αντιμετωπίσουν τις δυσχέρειες και να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους στην εγχώρια και κυρίως στη διεθνή αγορά.
Η ανθεκτικότητα της ελληνικής βιομηχανίας παρά τις αντίξοες συνθήκες έχει ενισχύσει το μερίδιο του τομέα στην ελληνική οικονομία, τόσο σε όρους προστιθέμενης αξίας όσο και σε όρους απασχόλησης, ενώ παράλληλα ο τομέας δαπανά και τα συγκριτικώς περισσότερα κεφάλαια για καινοτόμες επενδύσεις.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ, η αύξηση της προστιθέμενης αξίας του κλάδου της μεταποίησης κατά 1 ευρώ προσαυξάνει τη συνολική προστιθέμενη αξία της οικονομίας κατά περίπου 2 ευρώ επιπλέον, μέσω (α) των αμοιβών εξαρτώμενης εργασίας στον κλάδο και (β) της προκαλούμενης τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας άλλων κλάδων.
Η προσπάθεια ενίσχυσης του εξαγωγικού χαρακτήρα της ελληνικής βιομηχανίας απαιτεί την αύξηση των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη, προκειμένου η παραγωγική διαδικασία να ενσωματώσει υψηλά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Σε σύγκριση με τους λοιπούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, η βιομηχανία δαπανά τα περισσότερα κεφάλαια για έρευνα και ανάπτυξη και καταλαμβάνει την πρώτη θέση όσον αφορά το ύψος των δα- πανών αυτών ανά απασχολούμενο. Η δαπάνη για έρευνα και ανάπτυξη ανά απασχολούμενο στη βιομηχανία διαμορφώθηκε σε 1.357 ευρώ το 2015, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 82% σε σχέση με το 2008, ενώ στο σύνολο της οικονομίας σε 466 ευρώ.
Οι οικονομολόγοι της Alpha Bank υπογραμμίζουν ότι ακριβώς λόγω της σπουδαιότητας της βιομηχανίας στην ανασύσταση της ελληνικής οικονομίας αλλά και της κρισιμότητας του ρόλου της για τη μεταστροφή του παραγωγικού προτύπου, κρίνεται σκόπιμη η αντιμετώπιση σειράς ζητημάτων που εξουδετερώνουν μερικώς τα οφέλη από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που συντελέστηκε μέσω της πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης των πρώτων μνημονίων.
[SID:11129889]