Και σοβαρή αναδιάρθρωση του χρέους και μεταρρυθμίσεις
Τι επισημαίνει στην έκθεσή του το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή - Προειδοποιήσεις
Δημόσια παρέμβαση υπέρ της άμεσης αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους πραγματοποίησε χθες το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, προειδοποιώντας ότι αν δεν υπάρξει σοβαρή ελάφρυνση του χρέους (συνδυασμένη από ευρείες μεταρρυθμίσεις), τότε η ελληνική οικονομία όχι μόνο δεν θα κατορθώσει να επιστρέψει στην ανάπτυξη, αλλά θα κινδυνεύσει από εξωτερικά γεγονότα (shocks), καθώς και από μια κατάσταση «μη ανοχής» (debt intolerance) από τους επενδυτές.
Με την ενδιάμεση έκθεση που δημοσίευσε χθες υπό τον εύγλωττο τίτλο «Η Παγίδα του Χρέους», το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή παρενέβη ηχηρά στον δημόσιο διάλογο για το θέμα, καλώντας την κυβέρνηση και τους εταίρους να αντιληφθούν ότι η αναδιάρθρωση του χρέους αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη. Ειδικότερα, το Γραφείο, βασιζόμενο σε εμπειρική ανάλυση (εκπονήθηκε από τους ειδικούς συνεργάτες Ορέστη Βάθη και Δήμητρα Μήτση) που πραγματοποιήθηκε σε 28 χώρες για την περίοδο 1995-2014, καταδεικνύει τη στατιστική σχέση που υπάρχει μεταξύ υψηλού χρέους και χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης. «Αποδεικνύεται εμπειρικά ότι πραγματικά το δυσβάστακτο χρέος αποτελεί ένα τεράστιο βαρίδι για την ελληνική οικονομία, καθιστώντας μια σοβαρή ελάφρυνση απαραίτητη» σημειώνει η ενδιάμεση έκθεση και επισημαίνει ότι η Ελλάδα έχει παγιδευτεί σε ένα αλληλοτροφοδοτούμενο υφεσιακό σπιράλ, τόσο λόγω του υψηλού και δυσβάστακτου χρέους (που επηρεάζει βασικούς αναπτυξιακούς συντελεστές), όσο και λόγω της αβεβαιότητας που κυριαρχεί (ως απόρροια της κρίσης χρέους), αλλά και του χαμηλού επιπέδου των θεσμών της χώρας (που είναι υψίστης σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη). Αίσθηση προκαλούν όμως και οι δραματικές διατυπώσεις που χρησιμοποιεί η έκθεση, η οποία μιλά για «ζοφερή κατάσταση» που αυξάνει και την αβεβαιότητα (σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο) και δημιουργεί φαύλο κύκλο.
Βάσει αυτών των συμπερασμάτων, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή προτρέπει όλους τους εμπλεκόμενους να αντιληφθούν ότι είναι προς το συμφέρον τους η σοβαρή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους . «Μία σοβαρή ελάφρυνση του χρέους είναι προς όφελος τόσο των δανειστών όσο και της λήπτριας χώρας» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι συντάκτες της έκθεσης. Μιλούν, μάλιστα, αποκλειστικά περί της ανάγκης αναδιάρθρωσης (και μάλιστα σοβαρής) παραμερίζοντας τα επιχειρήματα περί απλής απομείωσης. «Μια σοβαρή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι απαραίτητη για να επανέλθει η χώρα σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης» αναφέρει η έκθεση, σημειώνοντας ότι η αναδιάρθρωση του υπερβολικού χρέους μιας χώρας καθίσταται επιτακτική «όταν πλέον είναι φανερό ότι η εξυπηρέτησή του δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής ή της αναμενόμενης ανάπτυξης, ενώ και η παροχή ρευστότητας (μέσω νέων δανείων) δεν είναι αποτελεσματική λύση σε μακροχρόνιο ορίζοντα». «Στη βάση λοιπόν ενός οικονομικού ορθολογισμού, αυτό που πρέπει να αναζητηθεί είναι μια “βέλτιστη” λύση: αυτό σημαίνει μια αναδιάρθρωση του χρέους μετά την οποία η Ελλάδα θα μπορεί να εξυπηρετεί το υπόλοιπο χρέος της (μέσω των αγορών), έχοντας πλέον αποτρέψει μία ενδεχόμενη χρεοκοπία, ενώ και οι δανειστές θα απεμπλακούν από το υπάρχον ατέρμονο “γαϊ- τανάκι” αλληλοτροφοδότησης των δανείων» συμπεραίνει η έκθεση.
Οι συντάκτες της έκθεσης προειδοποιούν επίσης ότι μία σοβαρή κρίση χρέους μπορεί να προκαλέσει βαθιά τραπεζική κρίση. Διευκρινίζουν δηλαδή ότι όταν οι τράπεζες κατέχουν μεγάλο μέρος του χρέους μιας χώρας (το οποίο πλέον δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί), η μείωση της αξίας του -καθώς και μια πιθανή αναδιάρθρωσή τουμπορεί να έχει σοβαρό αντίκτυπο στο ενεργητικό των τραπεζών, καθιστώντας απαραίτητη τη στήριξή τους (π.χ. μέσω ανακεφαλαιοποίησης). «Οι εμπειρικές μελέτες δείχνουν ότι τραπεζικές κρίσεις, που συνδέονται με το γενικότερο μακροοικονομικό κλίμα, μπορούν να έχουν ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη» σημειώνει το Γραφείο Προϋπολογισμού.
Η έκθεση υπενθυμίζει παράλληλα ότι στην Ελλάδα η τραπεζική κρίση ξεκίνησε το 2008 (ως απόρροια της κατάρρευσης της Lehman Brothers) και στη συνέχεια γιγαντώθηκε με την κρίση χρέους της χώρας. Κατά το διάστημα αυτό, οι ελληνικές τράπεζες -που κατέγραψαν απώ- λειες 38 δισ. ευρώ μόνο λόγω του PSI το 2012- έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί τρεις φορές (2013, 2014, 2015, πέρα από το πακέτο ενίσχυσης που είχε δοθεί το 2009). «Κατά την περίοδο της κρίσης, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έφθασαν τα 108,6 δισ. ευρώ, ενώ οι καταθέσεις μειώθηκαν δραματικά.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον αποκλεισμό τους από τις διεθνείς διατραπεζικές αγορές και την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων, δεν επέτρεψαν στις τράπεζες να γίνουν μοχλός ανάπτυξης, χρηματοδοτώντας επιχειρήσεις και αναπτυξιακά σχέδια, κάτι που ασφαλώς έχει αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη της χώρας» προσθέτει το Γραφείο Προϋπολογισμού και υπογραμμίζει ότι στην ουσία τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές τράπεζες έχουν μεταμορφωθεί στον φοροεισπρακτικό βραχίονα του κράτους, ενώ αντίθετα οι ευρωπαϊκές τράπεζες συμμετέχουν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τροφοδοτώντας με φθηνό χρήμα τις αγορές και τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να διογκώνεται το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας. [SID:10914119]