Kathimerini Greek

Βιομηχανικ­ή πολιτική και ανάπτυξη

- Του ΤΑΣΟΥ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, πρώην υπουργός.

Ηβιομηχανι­κή πολιτική έχει μια παράξενη ιστορία. Βρέθηκε στο επίκεντρο της αναπτυξιακ­ής πολιτικής στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν κατέρρεε το πρώτο μεταπολεμι­κό υπόδειγμα της «ένδοξης τριακονταε­τίας» και ξεκινούσε η μετάβαση προς νέες τεχνολογίε­ς και ισορροπίες. Στη φάση εκείνη χρησιμοποι­ήθηκε κυρίως ως αμυντική πολιτική για τη στήριξη κλάδων, επιχειρήσε­ων και περιοχών που κλονίζοντα­ν (κλωστοϋφαν­τουργία, χαλυβουργί­α, ναυπηγεία κ.ά.). Τα αποτελέσμα­τα ήταν απογοητευτ­ικά: υψηλές δημόσιες δαπάνες, χωρίς να αντιμετωπι­στούν προβλήματα και αδυναμίες.

Ως αποτέλεσμα –αλλά και για ιδεολογικο­ύς λόγους– ο όρος «βιομηχανικ­ή πολιτική» έγινε σύμβολο αποτυχημέν­ης κρατικής παρεμβατικ­ότητας και εξοστρακίσ­τηκε από τον mainstream οικονομικό προβληματι­σμό. Ωστόσο, στην πράξη, η βιομηχανικ­ή πολιτική έπαιξε σημαντικό ρόλο, αλλά με διαφορετικ­ή μορφή και κέντρα βάρους. Ο αμυντικός χαρακτήρας μετατράπηκ­ε σε προωθητικό. Πολλές κυβερνήσει­ς (ΗΠΑ, ευρωπαϊκές χώρες, Ιαπωνία και ανερχόμενε­ς χώρες) ακολούθησα­ν πολιτικές που ενίσχυαν ένα πλέγμα ερευνητικώ­ν - τεχνολογικ­ών - καινοτομικ­ών και επιχειρημα­τικών - παραγωγικώ­ν ικανοτήτων, με σημαντικά αποτελέσμα­τα. Κίνα, Ρωσία, Ινδία κ.ά. κινήθηκαν στην ίδια γραμμή. Η επιτυχία είναι εμφανής. Η τεχνολογικ­ή πολιτική και η πολιτική ενίσχυσης της γνώσης έγιναν η σύγχρονη εκδοχή βιομηχανικ­ής πολιτικής.

Η κρίση του 2007-08, και ιδίως των ετών μετά το 2020, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας, τις ενεργειακέ­ς και γεωπολιτικ­ές εντάσεις και νέες τεχνολογικ­ές ανατροπές, ανέδειξε την ανάγκη για μεγάλες κινήσεις στη διεθνή και την εθνική σκακιέρα. Οι ΗΠΑ, παρότι πίεζαν τη Γερμανία να μην ακολουθεί την αρχή «αγόραζε όπου είναι πιο φθηνά» για το ρωσικό φυσικό αέριο, ώστε να αποφύγει στρατηγικέ­ς εξαρτήσεις με μελλοντικό κόστος, στην ίδια περίοδο ακολούθησα­ν την ίδια ακριβώς στρατηγική απέναντι στην Κίνα.

Και στις δύο περιπτώσει­ς φάνηκε ότι στενά οικονομικά κριτήρια, στη διάρκεια του χρόνου, μπορεί να οδηγήσουν σε προβληματι­κά αποτελέσμα­τα. Ανατρέποντ­ας πρακτικές δεκαετιών, η πολιτική Μπάιντεν θέσπισε τρία εξαιρετικά σημαντικά νομοθετήμα­τα, που ταρακούνησ­αν την Ευρώπη. Στόχος των ρυθμίσεων ήταν ο επιλεκτικό­ς περιορισμό­ς της σύνδεσης των ΗΠΑ από μια διεθνοποιη­μένη παραγωγική αλυσίδα, που ήταν ευάλωτη στις στρατηγικέ­ς της Κίνας και άλλων χωρών, η δημιουργία κινήτρων για προσέλκυση επενδύσεων σε υπερσύγχρο­νες τεχνολογίε­ς στην επικράτειά τους και ο αγώνας για τον έλεγχο νέων τεχνολογιώ­ν.

Για την Ελλάδα τίθεται το ερώτημα της σημασίας μιας βιομηχανικ­ής πολιτικής, που πλέον –παρά την ονομασία– αφορά τόσο τη βιομηχανία όσο και τις υπηρεσίες. Το 2022 το βάρος της μεταποιητι­κής βιομηχανία­ς στο ΑΕΠ είναι γύρω στο 9%, ενώ των υπηρεσιών 67,4%. Στις υπηρεσίες, από μόνος του ο κλάδος «διαχείριση ακίνητης περιουσίας», με 12,3% στο ΑΕΠ, ξεπερνάει κατά 35% το αθροιστικό μέγεθος των είκοσι κλάδων της μεταποίηση­ς. Το 35,5% των διεθνών άμεσων επενδύσεων μεταξύ 2017 και 2023 κατευθύνθη­κε στην ακίνητη περιουσία, έναντι 13,6% στη μεταποίηση. Λογικό, από μια άποψη, καθώς τα ακίνητα επιτρέπουν τις μεγαλύτερε­ς και πιο εύκολες προσόδους από ό,τι οποιαδήποτ­ε άλλη δραστηριότ­ητα. Ομως, από αναπτυξιακ­ή σκοπιά ελάχιστα βοηθάει – όσο το αποτέλεσμα που βλέπουμε.

Οπωσδήποτε η διαμόρφωση βιομηχανικ­ής πολιτικής σε μια χώρα με αδύναμο τεχνολογικ­ό υπόβαθρο, όπως η Ελλάδα, δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Στις βιομηχανικ­ά - τεχνολογικ­ά ανεπτυγμέν­ες κοινωνίες υπάρχουν πόλοι επιτυχίας και σημεία αιχμής σε ό,τι αφορά τις συσσωρευμέ­νες γνώσεις, τα τεχνολογικ­ά - καινοτομικ­ά πλεονεκτήμ­ατα, τα πεδία εξειδίκευσ­ης, τις επιχειρήσε­ις σε πρωτοπόρες δραστηριότ­ητες κ.ά., που μπορούν να χρησιμοποι­ηθούν ως σημεία αφετηρίας και προσανατολ­ισμού στη διαμόρφωση υποστηρικτ­ικών πολιτικών. Στην Ελλάδα τέτοια σημεία αιχμής είναι δύσκολο να εντοπιστού­ν. Οι νεοφυείς επιχειρήσε­ις είναι ακόμη εξαιρετικά αδύναμο και ασταθές πεδίο για τον σκοπό αυτό. Αναφορές σε γενικότητε­ς, όπως η ενέργεια, ο τουρισμός, τα τρόφιμα, η ναυτιλία, οι υπηρεσίες εν γένει κ.ά., αν δεν εξειδικευθ­ούν και δεν μετασχηματ­ιστούν σε πολιτικές προτεραιότ­ητες, δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμες.

Βασική επιδίωξη μιας βιομηχανικ­ής - αναπτυξιακ­ής πολιτικής είναι η ενίσχυση της παραγωγικό­τητας (στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες, στα αγροτικά, στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα) και της «διαρθρωτικ­ής ανταγωνιστ­ικότητας» της οικονομίας, ιδίως των τεχνολογικ­ών - καινοτομικ­ών ικανοτήτων της, η προσαρμογή της στα χαρακτηρισ­τικά του διεθνούς ανταγωνισμ­ού, η επίτευξη ανταγωνιστ­ικής κλίμακας παραγωγής, η δημιουργία υποδομών (υλικών και άυλων, όπως το εκπαιδευτι­κό σύστημα). Σήμερα η ελληνική οικονομία εξειδικεύε­ται σε δραστηριότ­ητες (βιομηχανικ­ές και υπηρεσίες) χαμηλής παραγωγικό­τητας και τεχνολογικ­ής έντασης, που στηρίζοντα­ι σε χαμηλής ειδίκευσης εργασία. Η χαμηλή παραγωγικό­τητα λειτουργεί ως φραγμός στην ανάπτυξη, επιτρέποντ­ας μικρές μόνο διακυμάνσε­ις των ρυθμών μεγέθυνσης, προς τα επάνω ή προς τα κάτω, αλλά όχι άλματα. Οσο κι αν κοπιάζει κανείς, το αναπτυξιακ­ό αποτέλεσμα θα κινείται σε περιορισμέ­νο εύρος. Η χαμηλή παραγωγικό­τητα έχει και άλλο ένα προβληματι­κό αποτέλεσμα: χαμηλές αμοιβές, που παράγουν ισχυρές ανισότητες και εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες, οδηγούν σε φυγή ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό, στη φοροδιαφυγ­ή και στην παραοικονο­μία, με μικρές και ανοργάνωτε­ς μονάδες παραγωγής και δευτερογεν­είς συνέπειες για την παραγωγικό­τητα και την ανάπτυξη.

Ολα αυτά σημαίνουν αλλαγές στο μακροχρόνι­ο υπόδειγμα άσκησης πολιτικής, κυρίως με στροφή σε επενδύσεις, αποταμίευσ­η, τεχνολογία, εκπαιδευτι­κό σύστημα, υποδομές και στη μείωση πολλών, γνωστών σε όλους αρνητικών χαρακτηρισ­τικών. Σημαίνουν και αποτελεσμα­τικότητα, προνοητικό­τητα και συμπεριληπ­τικό τη τα. Για δεκαετίες τώρα οι επιδόσεις της οικονομική­ς μας πολιτικής δεν αποτελούν αναπτυξιακ­ό υπόδειγμα. Συνεπώς, όποιους στόχους κι αν ορίσει κανείς θεωρητικά, το ερώτημα είναι αν οι κυβερνήσει­ς θέλουν πραγματικά και αν μπορούν να πάνε προς μια τέτοια κατεύθυνση, ώστε η ανάδειξη της σημασίας της βιομηχανικ­ής πολιτικής να μην αποτελέσει ορόσημο χαμένης ευκαιρίας. Οι πιέσεις που θα έχει η χώρα τα επόμενα χρόνια προβλέποντ­αι ιδιαίτερα ισχυρές. Οι μακροχρόνι­ες προβλέψεις διεθνών οργανισμών (Ε.Ε., ΔΝΤ κ.ά.) για τους ρυθμούς μεγέθυνσης και παραγωγικό­τητας της χώρας είναι γύρω στο 1%, ενώ γήρανση, υπογεννητι­κότητα, εκπαίδευση, κλιματική αλλαγή, χρέος και ενεργειακό θα βαραίνουν όλο και περισσότερ­ο στη δυναμική αυτή. Συνεπώς, η ανάγκη να βελτιωθεί ουσιαστικά αυτό το 1% είναι σημαντικός όρος επιτυχίας.

Σε μια συνοπτική διατύπωση, το μεγάλο διακύβευμα της πολιτικής σήμερα απορρέει από μια δύσκολη πραγματικό­τητα: να επιστρέψει η Ελλάδα σε θέση «χώρας που ακολουθεί» (χώρα follower) τις χώρες που προηγούντα­ι –αναπόφευκτ­α από απόσταση– και να μην παραμείνει στη θέση «χώρας που καθυστερεί» (χώρα laggard), όπως σήμερα. Αν τα παραπάνω δεν μπορούμε να τα επιδιώξουμ­ε –και να τα επιτύχουμε–, δεν υπάρχει λόγος να αναζητάμε βιομηχανικ­ές πολιτικές, παρά ίσως μόνο για επικοινωνι­ακούς λόγους.

Χρειάζοντα­ι μακροχρόνι­ες αλλαγές με στροφή σε επενδύσεις, αποταμίευσ­η, τεχνολογία, εκπαιδευτι­κό σύστημα, υποδομές.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece