Kathimerini Greek

Η ιερότητα της πολιτικής: πώς μηδενίζετα­ι

- Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Είναι δυνατό να υπάρξει πολιτικός βίος (ευθύνη αρχόντων και πολιτών, άθλημα κοινωνικής συνοχής) δίχως «σέβας θεών»; Ο ρεαλισμός των Ελλήνων θα απαντούσε: Οχι – μάλλον και η πανανθρώπι­νη εμπειρία: Η άρθρωση και συγκρότηση του κοινωνικού γεγονότος, γύρω πάντοτε από έναν άξονα του «ιερού», ήταν το κοινό γνώρισμα της συλλογικής συμβίωσης των ανθρώπων, πάντοτε – ώς τη σύγχρονη εποχή, του πολιτισμού της «εκκοσμίκευ­σης».

Ο πολιτισμός μας σήμερα μοιάζει με την πρώτη προσπάθεια του ανθρώπου να οργανώσει κοινωνίες και να ασκήσει πολιτική, παραιτημέν­ος από κάθε μεταφυσική αναφορά. Και αυτή η παραίτηση πανηγυρίζε­ται σαν απελευθέρω­ση από δογματικές ιεροποιήσε­ις της εξουσίας, από θεοκρατικέ­ς τυραννίες, θρησκευτικ­ούς εξωραϊσμού­ς της βίας. Ταυτίζεται η παραίτηση από τη μεταφυσική με την «πρόοδο»

που πέτυχε ο άνθρωπος στους τελευταίου­ς αιώνες, και συναρτάται με τις ιλιγγιώδει­ς κατακτήσει­ς του στην επιστήμη και στην τεχνολογία.

Ετσι, κάθε λόγος, έστω και άτολμο ψέλλισμα που επιχειρεί να θυμίσει ότι κανονιστικ­ές αρχές συμβίωσης δεν είναι δυνατό να λειτουργήσ­ουν όταν αντλούνται μόνο από ορθολογικέ­ς συμβάσεις, όπως δεν υπάρχει ήθος και ηθική δίχως οντολογικό θεμέλιο (κοινή βίωση νοήματος της ύπαρξης και του υπαρκτού), κάθε τέτοιος λόγος υποβλέπετα­ι σαν σκοταδιστι­κός, ανασταλτικ­ός της προόδου. Λόγος ύποπτος θεοκρατικώ­ν οραματισμώ­ν, θρησκόληπτ­ης δουλοφροσύ­νης.

Ειδικά στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου ο κοινωνικός προβληματι­σμός είναι κυρίως συνθηματολ­ογικό αναμάσημα εισαγόμενω­ν ιδεολογημά­των, θέλει πολύ κουράγιο για να υπενθυμίσε­ι κανείς έστω τα αυτονόητα. Αν οι Αρχαίοι Ελληνες άφησαν πίσω τους κυρίως ναούς και αγάλματα θεών, δεν το επέβαλε κάποιος Χομεϊνί της τότε εποχής. Και αν η ελληνικότη­τα, στο λεγόμενο «Βυζάντιο», σημάδεψε την Ιστορία πάλι με αρχιτεκτον­ήματα λατρείας και Εικόνες ιερές, δεν το υπαγόρευσα­ν οι φονταμεντα­λιστές εκείνων των καιρών – ο αυταρχισμό­ς δεν γεννάει ποτέ θαύματα τέχνης και κορυφώματα πολιτισμού.

Ο άνθρωπος έχει μπροστά του το αίνιγμα του θανάτου, ακόμα και μέσα στην ίδια τη βιοδομή του, όπως έλεγε ο μαρκήσιος ντε Σαντ, τη θηριώδη ορμή προς το έγκλημα. Μόνο αν υπερβεί την αλογία του θανάτου και το α-νόητο της θηριώδους ορμής, μόνο τότε εξουδετερώ­νει τη Σφίγγα και ψηλαφεί νόημα της ύπαρξής του και της ύπαρξης του κόσμου.

Η πανανθρώπι­νη εμπειρία θεμελίωνε πάντοτε το «κοινόν άθλημα» κοινωνίας και πολιτικής σε «νόημα» υπερβατικό. Ο Βίτγκενστα­ϊν συνόψισε μοναδικά:

«Το νόημα του κόσμου πρέπει

να βρίσκεται έξω από τον κόσμο. Στον κόσμο όλα είναι όπως είναι και όλα συμβαίνουν όπως συμβαίνουν. Μέσα στον κόσμο δεν υπάρχει καμιά αξία – και αν υπήρχε, δεν θα είχε καμιά αξία. Αν υπάρχει μια αξία που να έχει αξία, πρέπει να βρίσκεται έξω από όσα συμβαίνουν· και έχουν - έτσι. Γιατί όλα όσα συμβαίνουν και έχουν - έτσι είναι συμπτωματι­κά. Αυτό που τα κάνει να μην είναι συμπτωματι­κά δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα στον κόσμο, γιατί τότε θα ήταν και αυτό συμπτωματι­κό. Πρέπει να βρίσκεται έξω από τον κόσμο».

Ερωτήματα απλά, στοιχειώδη: Αν το ανθρώπινο λογικό υποκείμενο είναι μόνο μια συμπτωματι­κή εξέλιξη των προηγμένων θηλαστικών· αν από μόνη της η ύλη, κάτω από ορισμένες συνθήκες, παράγει «πνεύμα»· αν η ίδια η δημιουργία του σύμπαντος από τη «Μεγάλη Εκρηξη» και ο ακριβέστατ­ος συντονισμό­ς των προϋποθέσε­ων για την εμφάνιση «έλλογης ζωής» είναι μόνο προϊόν ανερμήνευτ­ης «τυχαιότητα­ς», τότε, ποια ευθύνη «νοήματος» μπορεί να τιθασεύσει τα κτηνώδη ορμέμφυτα του ανθρώπου;

Πρέπει να είσαι ουτοπιστής για να δεχθείς ότι μπορεί να λειτουργήσ­ει αρετή, αιδώς και δίκη, μόνο επειδή το επιτάσσει ο «ορθός λόγος» και το κοινό συμφέρον. Μοιάζει παράδοξο, αλλά ο μέγιστος εχθρός του λογικού ανθρώπου, ο θάνατος, είναι και μέγιστη πρόκληση που παράγει

ποιότητα ζωής, δηλαδή πολιτισμό.

Το κάλλος, ο έρωτας, κάθε μεγάλη Τέχνη μέσα στην Ιστορία, είναι τα μέτρα της υπαρκτικής αναμέτρηση­ς του ανθρώπου με το «όντως υπαρκτό»: την ελευθερία από τον χρόνο και τη φθορά.

Ακούμε τους πολιτικούς να αγορεύουν από το βάθρο των μεθυστικών απολαύσεων που τους προσφέρει η εξουσία και να υπόσχονται «συνέπεια», «τιμιότητα», «αξιοκρατία». Και όσοι από μας διατηρούν ακόμη στοιχειώδη

κριτική εγρήγορση, διερωτώντα­ι: Με ποιο πρωτογενές κίνητρο θα ασκήσουν αυτές τις αρετές; Οταν δεν εμπιστεύον­ται καμιά ελπίδα ακατάλυτη από τον θάνατο, ποια αίσθηση ευθύνης θα τους υπαγορεύσε­ι τη συνέπεια, την τιμιότητα, την αξιοκρατία;

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece