Χορός δωματίου στα ερέβη
Απλετο σκότος. Στα τυφλά εισέρχεται η βιολονίστα Αμαντίν Μπεγέρ και παίζει τη 2η Παρτίτα (για σόλο βιολί φυσικά) του Γ. Σ. Μπαχ (ως γνωστόν οι ενόργανες Παρτίτες και οι ορχηστρικές Σουίτες του οργανώνονται δομικά σε μία εισαγωγή και μία σειρά έντεχνων χορών). Αυτό το άκουσμα αποτελεί μια εναρκτήρια δοκιμασία για τα νεύρα μας.
Οταν ανάψουν κάποια φώτα σε σχηματισμούς περιορισμένου χώρου, εισέρχονται οι δύο χορευτές, η 53χρονη και χορογράφος Αν Τερέζα ντε Κέερσμακερ – που πρέπει να αρχίσει να σκέφτεται τις εμφανίσεις της (με αθλητικά παπουτσάκια, φόρμα, φουστίτσα, μπλουζάκια).
Σε απόλυτη σιγή, στα γκριζόμαυρα και στο ημίφως, πραγματοποιούν αυτοτελείς κινησιολογικούς αυτοσχεδιασμούς άνευ περιεχομένου με κοινές συγκλίσεις κατά καιρούς. Είναι και οι καλύτερες στιγμές μιας αρκετά σκόρπιας άποψης που, στις αδεξιότητές της και στις αμηχανίες της προτείνει τρεχάλες γύρω γύρω ή βηματισμούς πάνωκάτω. Η βιολονίστα επανέρχεται, επαναλαμβάνει την Παρτίτα και το κινησιολογικό τροπάρι επαναπροσφέρεται.
Υστερα από περίπου 75΄ το κοινό απαίτησε… μπις (!) και οι ερμηνευτές υποχρέωσαν. Το καλύτερο, ίσως, μέρος της βραδιάς. Αυτή η τριμελής παραγωγή (Μάιος 2013) της ομάδας Rosas είχε τη συνεργασία δύο καλλιτεχνικών/τεχνικών ατόμων, υποστηρίχθηκε από το Μουσείο Χορού – Εθνικό Χορογραφικό Κέντρο της Ρεν και της Βρετάνης και υπήρξε συμπαραγωγή 10 επιφανέστατων θεάτρων, φεστιβάλ και ιδρυμάτων. Μάλιστα!
Πλειστάκις έχω συστήσει σε νέους Ελληνες χορογράφους να αναφερθούν στη μουσική του Κάντορα για τις άψογες δομές της. Αν θυμάμαι, μόνο ο Γιάννης Μέτσης δημιούργησε ένα πραγματικό διαμάντι με τους «Δοξαστικούς Υμνους» του (1977).
Στη διεθνή σκηνή και ήδη από το 1931 («Σπουδή», χορ. Νιζίνσκα) ας αναφέρω μερικά αριστουργήματα που έχω απολαύσει: «Κοντσέρτο για δύο βιολιά» (Μπαλανσίν, 1941), «Το παλικάρι και ο θάνατος» (Πετί, 1946), «Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα αρ. 2 και 4» (Κράνκο, 1966), «Ακτους Τράτζικους» και «Ο δικός μας Φάουστ» (Μπεζάρ, 1969 και 1978 αντίστοιχα) και «Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ» (Ρόμπινς, 1971).
Η εν λόγω Παρτίτα διαγράφεται από τη μνήμη μου (Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, 12/12).