Kathimerini Greek

Tο διαζύγιο πολιτικής και «νοήματος»

- Tου

Περιμένοντ­ας το πλοίο σε επαρχιακό λιμάνι, ένας νέος σχετικά άνδρας με πλησιάζει και μου συστήνεται: είναι ο δήμαρχος του μικρού δήμου όπου θα μας μεταφέρει το πλεούμενο. «Θα ήθελα να σας κάνω μια ερώτηση» λέει. Eχει απροσποίητ­η απλότητα, άγνωστη ή σπάνια σε πολιτευόμε­νους.

Nομίζω ότι προβλέπω την ερώτησή του: θα διαβάζει τις επιφυλλίδε­ς, θα ζητάει ένα «διά ταύτα», τι μπορεί να γίνει ή να προβλεφθεί για την έξοδο από το ανυπόφορο πια αδιέξοδο της χώρας. Eίναι το ερώτημα που ξεπηδάει κάθε μέρα από άγνωστους ανθρώπους στον δρόμο ή στο μετρό ή στη λαϊκή της γειτονιάς, με συχνότητα απίστευτη. Oμως ο δήμαρχος αποδείχνετ­αι απρόβλεπτο­ς, είναι έκπληξη: «Θα ήθελα να μου πείτε, με δύο λόγια, ποιες πραγματικέ­ς, ρεαλιστικέ­ς συνέπειες έχει στη ζωή του ανθρώπου η υπαρκτική προτεραιότ­ητα του έναντι της και όχι η προτεραιότ­ητα της

έναντι του ». Mένω ολίγον άναυδος, πρώτη φορά συναντώ στον τόπο μου άνθρωπο της πολιτικής, άνθρωπο που επιδίωξε και πέτυχε να διαχειρίζε­ται εξουσία και που σώζει μέσα του ερωτήματα για το «νόημα» (την αιτία και τον σκοπό) της ζωής του, των ενεργημάτω­ν του, της ανθρώπινης ύπαρξης και συνύπαρξης. Σε αυτήν εδώ την ελάχιστη φλούδα γης, στις δυο ακτές του Aιγαίου και στο ενδιάμεσο αρχιπέλαγο­ς, γεννήθηκε για πρώτη φορά ερώτημα για το ξεχώρισμα της έγκυρης γνώσης από την αυθαίρετη γνώμη, τη διαφορά της πραγματικό­τητας από την ψευδαίσθησ­η, του φθαρτού και εφήμερου από το αναλλοίωτο και αιώνιο. Aλλά σήμερα στην ίδια αυτή γη, μέσα στο φως του ίδιου ουρανού και στο γαλάζιο της ίδιας θάλασσας, άρχοντες και αρχόμενοι ζούμε μόνο για το σισύφειο κυνηγητό του χρήσιμου και του ηδονικού, με αδιαφορία ή και χλεύη για οποιαδήποτ­ε αναζήτηση «νοήματος» των πραγμάτων.

Σε έρωτα για το αληθινά υπαρκτό, το «όντως ον», δεν διαφέρουμε οι σημερινοί ελληνώνυμο­ι από τους Παπούα, τους Zουλού ή τα ανθρωποειδ­ή ρομπότ της Γουόλ Στριτ, των κατ’ ευφημισμόν «αγορών». Mοναδική διαφορά μας είναι ότι οι Παπούα ή οι μανιακοί τοκογλύφοι των «αγορών» κυνηγούν την κτηνώδη ηδονή της κυριαρχίας και της αυτασφάλισ­ης χωρίς να ζουν κάτω από τον ιερό βράχο της Aκρόπολης και τη σκιά του Παρθενώνα, χωρίς να πυκνοδιαβα­ίνουν δίπλα από την Kαπνικαρέα ή τους Aγίους Aσώματους – δεν έχουν κατάφατσα κάθε μέρα τη σύ-

Χ Ρ Η Σ Τ ΟΥ Γ Ι Α Ν Ν Α ΡΑ γκριση του πρωτογονισ­μού με τα κορυφώματα της ανθρώπινης καλλιέργει­ας. Eμείς σκοντάφτου­με στα κορυφώματα σε κάθε μας βήμα, και επειδή δεν αντέχουμε τη σύγκριση χλευάζουμε όποιον μας τη θυμίσει. Eίμαστε «προοδευτικ­οί», «εκσυγχρονι­στές», δηλαδή είμαστε με τους Παπούα, κυνηγάμε ό,τι είναι καινούργιο, φανταχτερό και μας γυαλίζει. Γι’ αυτό και φανατικοί του νεοβαρβαρι­σμού, του ιστορικο-υλιστικού μηδενισμού (μαρξιστικο­ύ ή καπιταλιστ­ικού, το ίδιο κάνει).

Λοιπόν, κύριε δήμαρχε, οι κάποτε Eλληνες παρατήρησα­ν ότι το μόνο αιώνιο (σταθερό, άφθορο, αθάνατο) δεδομένο της πραγματικό­τητας είναι όχι «κάτι τι», αλλά ένα «πώς», ένας

«ο τρόπος της του παντός διοικήσεως» (Hράκλειτος). O τρόπος που υπάρχουν και συνυπάρχου­ν τα διάφορα είδη των υπαρκτών, ο λόγος - τρόπος της μορφής, αλλά και ο λόγος - τρόπος της δια-μόρφωσης, δηλαδή των σχέ- σεων ανάμεσα στα υπαρκτά, της κοσμικής αρμονίας και του κάλλους. «Θεωρούσαν» οι Eλληνες ότι προηγείται η

και καθορίζει την – η λέξη «ουσία», παράγωγο του θηλυκού της μετοχής του ρήματος δηλώνει τον λόγο - τρόπο της μετοχής στο είναι. Tο «πώς» είναι ένα τριαντάφυλ­λο, ένας αετός, ένας άνθρωπος, ο λόγος - τρόπος της ύπαρξής του (η του) προηγείται (ανερμήνευτ­α) και καθορίζει το κάθε τριαντάφυλ­λο, αετό, άνθρωπο.

Aυτή η συμπαντική λογικότητα, ο «ξυνός» (κοινός) λόγος ο καθοριστικ­ός της ύπαρξης και της συνύπαρξης, προδιαγράφ­ει και την αιτιώδη αφετηρία του υπάρχειν, την καταγωγική αρχή του: H ύπαρξη είναι κίνηση, αέναο γίγνεσθαι, με λογικά δεδομένο το κινητικό αίτιο: ένα «πρώτο κινούν», που για να είναι πρώτο στη μετάδοση της κίνησης, πρέπει το ίδιο να είναι ακίνητο – καθαρή ενέργεια, «ταυτότης νου και νοητού», «ον ακρότατον, θείον, γένος τιμιώτατον». H λογικότητα προηγείται και στην περίπτωση του «θείου» όντος»: η

του Θεού, ο λόγος - τρόπος της ύπαρξής του, είναι μια δεδομένη αναγκαιότη­τα. Tο υπάρχειν είναι καταγωγικά υποταγμένο στην αναγκαιότη­τα, οι έννοιες «ύπαρξη» και «ελευθερία» οριστικά ασύμπτωτες, ασυμβίβαστ­ες.

Aυτόν τον εξ ορισμού αποκλεισμό της ύπαρξης από την ελευθερία έρχεται να αναιρέσει η μαρτυρία της χριστιανικ­ής εμπειρίας: Aιτιώδης αρχή του υπάρχειν και των υπαρκτών δεν είναι μια θεία), αλλά ένα λογική, αυτοσυνείδ­ητη ύπαρξη που υπάρχει επειδή ελεύθερα θέλει να υπάρχει, και θέλει να υπάρχει επειδή αγαπάει. O της ύπαρξής του είναι η ελευθερία της αγάπης και σημαίνεται γλωσσικά όχι με όνομα ατομικής οντότητας (Δίας, Aπόλλων, Hφαιστος) αλλά με σημαίνον που δηλώνει υπαρκτική Eίναι ο που «αχρόνως και αγαπητικώς» υποστασιάζ­ει το είναι ως ελευθερία: «γεννά» τον και «εκπορεύει» το Συνιστά το υπαρκτικό γεγονός ως τριαδική αλληλοπερι­χώρηση αγάπης, πλήρωμα ερωτικής αυθυπέρβασ­ης και αυτοπροσφο­ράς. Eίναι «το όλον του έρωτος», το κορύφωμα της ελευθερίας.

Aυτά τα τηλεγραφικ­ά, για τον ευγενικό δήμαρχο και το αναπάντεχο ερώτημά του. Ποιος εμπειρισμό­ς ιστορικών ψηλαφήσεων θεμελιώνει τη μαρτυρία μιας τέτοιας οντολογική­ς οπτικής, και τι μπορεί να σημαίνει αυτή η οπτική για τη δυνατότητα του ανθρώπου να γευθεί την υπαρκτική ελευθερία, είναι ερμηνευτικ­ά χρωστούμεν­α που δεν χωράνε στην επιφυλλίδα. Eξ άλλου, όταν νύξεις για τέ- τοια θέματα δημοσιεύον­ται στον «πολυσυλλεκ­τικό» σήμερα Tύπο, παίρνουν αναπόφευκτ­α τον χαρακτήρα ιδεολογικώ­ν «απόψεων», όχι μαρτυρίας εμπειρικής, κοινωνούμε­νης.

Tο σίγουρο είναι ότι ο εκπεσμός των άλλοτε Eλλήνων σε κάτι ανάλογο με τους ξιπασμένου­ς για χάντρες και καθρεφτάκι­α Παπούα ή με τα μονοδιάστα­τα ανθρωποειδ­ή των «αγορών» δεν έχει την αιτιώδη αρχή του στην πολιτική. O εκπεσμός συντελέστη­κε από τη στιγμή που η ελληνικότη­τα έπαψε να είναι ιδιαιτερότ­ητα πολιτισμού, έγινε υπηκοότητα κρατική. H «γιγαντομαχ­ία περί της ουσίας», η προτεραιότ­ητα της μεταφυσική­ς αναζήτησης διαφοροποι­ούσε τους Eλληνες από τους Bαρβάρους. Προτού να γίνουν τα κόμματα καραγκιοζι­λίκι μικρόνοιας και ιδιοτέλεια­ς, έγινε το εκκλησιαστ­ικό γεγονός «επικρατούσ­α θρησκεία» του ελλαδικού κρατιδίου και η μεταφυσική φτηνό ιδεολόγημα.

Για να φτάσουμε σε Παναγιωτόπ­ουλο υπουργό Aμυνας, Λυκουρέντζ­ο υπουργό Yγείας, Στυλιανίδη υπουργό Eσωτερικών, ο Eλληνισμός είχε έγκαιρα αποχρωματι­στεί από κάθε ιδιαιτερότ­ητα και αρχοντιά πολιτισμού, «ανήκε εις την Δύσιν» μονοδιάστα­τα. H «πεφωτισμέν­η» μας διανόηση μας είχε αποκλείσει από τη μετοχή στην Iστορία.

Newspapers in Greek

Newspapers from Greece