Σήμερα ξέρω ότι για να γίνεις κορυφαίος πρέπει να είσαι κυνικός
Η γνωστή λαϊκή τραγουδίστρια σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση για την ιστορία της στο τραγούδι, για τις συνεργασίες της με τα μεγάλα ονόματα, για όσα μετάνιωσε και για όσα την κάνουν περήφανη
Μόλις κυκλοφόρησαν καινούργια τραγούδια της με τον συνθέτη Αντώνη Απέργη, άλλη μια ιδιαίτερη περίπτωση δημιουργού στο ελληνικό τραγούδι. Γράφτηκαν το 2022 κατά την επιστροφή στην κανονικότητα μετά την πανδημία: δύο έγιναν βιντεάκια στο προσωπικό της κανάλι στο YouTube και άλλα τέσσερα βγήκαν στο Spotify. «Ενώ ανήκα σε διάφορες εταιρείες, στην ουσία πάντα αυτοδιαχειριζόμενη ήμουν» την ακούω να μου λέει. Επίσης δίνει μια σειρά παραστάσεων με τίτλο «Οι δικές μας ξένες», δηλαδή ένα αφιέρωμα στις Εβραίες Ρόζα Εσκενάζυ και Στέλλα Χασκίλ και στην Αρμένισσα Μαρίκα Νίνου. Με αυτό το project το διάστημα 7 έως 10 Αυγούστου θα περιοδεύσει σε τρεις πόλεις της Γερμανίας με κορυφαία τη συμμετοχή της στο Yiddish Summer Festival της Βαϊμάρης. Απέναντί μου έχω την εξαιρετική τραγουδίστρια Σοφία Παπάζογλου, με την οποία ενώ γνωριζόμαστε μια εικοσαετία, ποτέ δεν μου είχε δώσει μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη.
Από πού κατάγεστε;
Είμαι μισή Πόντια, μισή Ροδίτισσα. Γεννήθηκα στις Βρυξέλλες το 1972 και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Είμαι πολυπολιτισμική, έχω πιάσει βορρά και νότο. Ο πατέρας μου και οι γονείς της μάνας μου ήταν μετανάστες στο Βέλγιο. Η μάνα μου πήγε εκεί ως κομμώτρια και τα έφτιαξαν με τον πατέρα μου.
Στη Θεσσαλονίκη ήρθαμε το 1978, στην Κάτω Τούμπα. Εχω έντονες εικόνες από το Βέλγιο, πέρσι μάλιστα ξαναπήγα για συναυλίες και πάντα επισκέπτομαι το μέρος όπου μέναμε και που από κάτω είχε το κομμωτήριό της η μητέρα μου.
Προλάβατε όλο αυτό το μουσικό κλίμα της Θεσσαλονίκης;
Μέχρι το 1995 που κατέβηκα στην Αθήνα έζησα σχεδόν για μια εικοσαετία στη Θεσσαλονίκη. Πήγαινα στις συναυλίες του Νίκου Παπάζογλου, που τον αγαπούσα πολύ και είχαμε το ίδιο όνομα, αν κι αυτός ήταν Καππαδόκης. Εσφυζε από ζωή η Θεσσαλονίκη εκείνα τα χρόνια! Θυμάμαι το 1991 να πηγαίνω σε λάιβ του Λουδοβίκου των Ανωγείων μαζί με μια αναρχική φίλη μου στο Λιόγερμα. Τρεις παρέες είχε μέσα και, μάλιστα, ένα διπλανό ζευγάρι είχε τσοντάρει για τα εισιτήριά μας αφού δεν είχαμε μία. Μην ξεχνάμε και ότι η Θεσσαλονίκη είναι λαϊκή πόλη, φτωχομάνα. Παντού ακουγόταν λαϊκό τραγούδι, απ’ τα παλιά του ’50-’60, μέχρι Σακελλαρίου, Λίτσα Διαμάντη κ.ά. Στο γυμνάσιο πέρασα μια τριετία που άκουγα μόνο ξένη μουσική, όχι τόσο ροκ όσο ποπ, σόουλ και φανκ. Επανήλθα στο λαϊκό τραγούδι αφού εκεί με οδήγησαν κάποια πράγματα που μου συνέβησαν.
Για τη δισκογραφία ήρθατε στην Αθήνα;
Ηθελα να φύγω απ’ το σπίτι μου. Αρχικά βρέθηκα στην μπουάτ Τήνελλα της Θεσσαλονίκης, ένα υπέροχο φοιτητικό στέκι όπου είχαν
εμφανιστεί οι πάντες, Παπάζογλου, Μάλαμας, Ζερβουδάκης κ.λπ. Πήγαινα συχνά ως θαμώνας και ένα βράδυ, όταν είχε φύγει η τραγουδίστρια Μόρφω Τσαϊρέλη λόγω εγκυμοσύνης, μου ζήτησαν να ανέβω να τραγουδήσω. Με προσέλαβαν κατευθείαν με 15.000 δραχμές μεροκάματο. Τι άλλο να ήθελα ως φοιτήτρια στα 22 μου; Οταν το είπα στον πατέρα μου έγινε έξαλλος. Δεν είχα ένα μήνα στην Τήνελλα και με ειδοποιούν πως ο συνθέτης Νίκος Μαμαγκάκης ετοιμάζει νέο δίσκο και ψάχνει τραγουδίστρια. Δεν είχα ιδέα από στούντιο και με ένα κασετοφωνάκι ηχογράφησα τα τραγούδια που έλεγα στο πρόγραμμα. Το κασετοφωνάκι το είχαμε στο πίσω μπαρ. Ο,τι «έπιανε» απ’ τα ηχεία. Εστειλα στον Μαμαγκάκη μερικά τραγούδια και μου τηλεφώνησε ο ίδιος, ο οποίος με ψάρωσε στην αρχή: «Μένω στην οδό Στίλπωνος στο Παγκράτι. Ξέρεις ποιος ήταν ο Στίλπων;». Ιδέα δεν είχα (γέλια). Του εξήγησα πως δεν είχα χρήματα να πάρω το αεροπλάνο για Αθήνα και προθυμοποιήθηκε να μου κάνει εκείνος τα εισιτήρια. Θυμάμαι ότι την πρώτη μέρα που πήγα στον Μαμαγκάκη ήμουν βραχνιασμένη. Μου έδωσε ένα «λα» και το είπα. Στο μεταξύ, ενώ ήμουν ακόμη στην Τήνελλα και παράλληλα δούλευα τα δύο πρώτα τραγούδια του Μαμαγκάκη, έκλεισα δουλειά στο Αλώνι στη Σίφνο. Εκεί γνώρισα Αθηναίους μουσικούς και μου έγινε πρόταση να κατέβω στην Αθήνα στα Εννέα Ογδοα. Ηταν η πρώτη φορά που δούλεψα σεζόν, αφού συνήθως έφευγα στα μισά. Δούλευα για να