Η τήβεννος και ο γύψος που της πήγαινε πολύ
Στοιχεία για τη στάση των πανεπιστημιακών επί χούντας μέσα από τις σελίδες του αντιδιδακτορικού Τύπου
Ηστάση του πνευματικού κόσμου της Ελλάδας απέναντι στην επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών είναι ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που δεν έχει αναλυθεί επαρκώς αφού έχουμε λίγα μόνο σχετικά επιστημονικά κείμενα, μερικά άρθρα στον ημερήσιο Τύπο και ορισμένες διάσπαρτες αναφορές στην υπάρχουσα βιβλιογραφία. Υπάρχουν, επομένως, διάφορες πλευρές του συγκεκριμένου ζητήματος που δεν έχουν παρουσιαστεί αρκετά και κάποιες πηγές που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σχεδόν καθόλου.
Οι παράνομες εφημερίδες, τα αντικαθεστωτικά περιοδικά και τα αντιδικτατορικά δελτία για παράδειγμα που θα μπορούσαν να προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες, μέχρι τώρα απο
τελούσαν τελείως ανεκμετάλλευτη πηγή. Η παράλειψη αυτή φαίνεται μάλιστα ακόμη μεγαλύτερη αν αναλογιστούμε πως δημοσίευαν πολλά και ενίοτε καυστικά άρθρα που πραγματεύονταν τη στάση των εγχώριων πανεπιστημιακών γιατί πίστευαν ότι ήταν σημαντικό ζήτημα που μπορούσε να επηρεάσει ποικιλοτρόπως την εξέλιξη της αντίστασης.
Το συγκεκριμένο κείμενο χρησιμοποιεί συνεπώς τον παράνομο αντιδικτατορικό Τύπο που εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών προκειμένου να παρουσιάσει ορισμένα στοιχεία για τη στάση των πανεπιστημιακών απέναντι στη δικτατορία. Τα αντικαθεστωτικά έντυπα της εποχής είναι εξάλλου αρκετά διαφωτιστικά ως προς το βασικό θέμα διότι αποκαλύπτουν τα ονόματα διάφορων καθη
γητών που υποστήριξαν τους δικτάτορες, γιατί περιγράφουν μερικές –γνωστές κι άγνωστες– αντιχουντικές ενέργειες δημοκρατικών ακαδημαϊκών και επειδή αναλύουν την άποψη των –αριστερών κυρίως– αγωνιστών για τη στάση του πνευματικού κόσμου απέναντι στην επτάχρονη πολιτική εκτροπή.
Ο παράνομος Τύπος αντικρούει επίσης ορισμένους μύθους των συνταγματαρχών, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι είχαν την υποστήριξη μεγάλου μέρους των πανεπιστημιακών, ότι σέβονταν απόλυτα την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ότι βελτίωναν την αξιοκρατία, την αριστεία και τη διαφάνεια στον συγκεκριμένο χώρο, ότι ενίσχυαν το αυτοδιοίκητο των ανώτατων ιδρυμάτων, ότι ανέχονταν τις προσωπικές πολιτικές και ιδεολογικές απόψεις των διδασκόντων και ότι επενέβαιναν ελάχιστα προκειμένου να αποκαθιστούν τις αρρυθμίες και τα προβλήματα της ακαδημαϊκής ζωής.
Τα σχετικά δημοσιεύματα του αντικαθεστωτικού Τύπου φανερώνουν επιπροσθέτως διάφορες πολιτικές κι ιδεολογικές διχογνωμίες που υπήρχαν στις τάξεις της αντίστασης κι ορισμένες διαφωνίες για τη μορφή που έπρεπε να πάρει ο αντιδικτατορικός αγώνας. Οι παράνομες εκδόσεις προσφέρουν επιπλέον μια αλογόκριτη και «αφιλτράριστη» εικόνα της απριλιανής χούντας, αφού μπορούσαν, κατά έναν ειρωνικό και παράδοξο τρόπο, να εκφράζονται ελεύθερα.
Η ιδιαιτερότητα του αντιδικτατορικού Τύπου της εποχής γίνεται ακόμη πιο εμφανής όταν συγκριθεί με τα φιλοχουντικά έντυπα της επταετίας (π.χ. «Ακρόπολις» και «Ελεύθερος Κόσμος») που αναπαρήγαγαν μονότονα την προπαγάνδα των συνταγματαρχών ή με τις λοιπές νομότυπες εφημερίδες της συγκεκριμένης περιόδου (π.χ. «Το Βήμα» και «Μακεδονία») που δεν είχαν τη δυνατότητα να εκφραστούν ελεύθερα εξαιτίας της αυστηρής λογοκρισίας.
Κατηγοριοποίηση των πανεπιστημιακών
Κατά την περίοδο της επταετίας υπήρχαν διάφορες κατηγορίες «ανθρώπων του πνεύματος» που δίδασκαν στα εγχώρια πανεπιστήμια. Το συγκεκριμένο κείμενο θα ασχοληθεί εντούτοις με τέσσερις κεντρικές αλλά ανισοβαρείς ομάδες που είχαν διακριτά χαρακτηριστικά, ξεχωριστές αξίες, παγιωμένες ερμηνείες για το παρελθόν, διαφορετικές απόψεις για το παρόν και συγκεκριμένες βλέψεις για το μέλλον της χώρας.
Η πρώτη κατηγορία αφορά τους συντηρητικούς, υπερσυντηρητικούς ή ιδιοτελείς πανεπιστημιακούς που υποστήριξαν τους δικτάτορες με πολλούς και διάφορους τρόπους για να αποκομίσουν προσωπικά, πολιτικά ή οικονομικά οφέλη. Μερικοί από αυτούς συμμετείχαν στις καθεστωτικές κυβερνήσεις και τις άρτι συσταθείσες χουντικές επιτροπές και ορισμένοι εξ αυτών κατάφεραν να εξελιχθούν επαγγελματικά. 2 Ο «Θούριος» καυτηρίασε, επί παραδείγματι, κάποιους «τεχνοκράτες» καθηγητές του Πολυτεχνείου επειδή πίστευε πως είχαν κοινά συμφέροντα με φιλοδικτατορικές εταιρείες. 3
Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι άλλοι συντηρητικοί και υπερσυντηρητικοί ακαδημαϊκοί δάσκαλοι που επιχείρησαν να προωθήσουν τις ακροδεξιές πεποιθήσεις των στρατιωτικών για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους, χωρίς να έχουν υλικά κίνητρα, κρυφές ατζέντες κι άλλες υστερόβουλες επιδιώξεις. Οι άνθρωποι αυτοί χρησιμοποίησαν, συνεπώς, το πανεπιστημιακό βήμα προκειμένου να στηρίξουν το καθεστώς δίχως να θέλουν κάποια επαγγελματική εξέλιξη ή αμειβόμενη θέση.
Ο αντιδικτατορικός Τύπος κατηγορούσε συνεχώς τους φιλοχουντικούς καθηγητές της πρώτης ομάδας και υποστήριζε πως ήταν περισσότεροι απ’ ό,τι περίμενε ο κόσμος. Ωστόσο, μολονότι προσπάθησαν αρκετά και με ποικίλους τρόπους δεν κατάφεραν να αποκτήσουν την αναγκαία μαζικότητα και τη σημασία που χρειάζονταν ώστε να διαδραματίσουν πιο καίριο ρόλο στη δημόσια ζωή. 4 Η βασική ιδεολογική και προπαγανδιστική δραστηριότητα πέρασε, κατά συνέπεια, στην αρμοδιότητα του Γεωργαλά, του Παπακωνσταντίνου και του Κωνσταντόπουλου που δεν κατείχαν καμία πανεπιστημιακή έδρα εντός και εκτός των τειχών. 5
Η δεύτερη –πιο πολυπληθής– κατηγορία αφορά τους αστούς και τους αριστερούς καθηγητές που στάθηκαν σιωπηλοί κι αθόρυβοι κατά τη διάρκεια του καθεστώτος για
πολλούς και διάφορους λόγους. Μερικοί εξ αυτών δεν καταπολέμησαν τους στρατιωτικούς γιατί φοβούνταν τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια, τις φυλακές και τις εξορίες, ορισμένοι ανησυχούσαν για ενδεχόμενα χουντικά αντίποινα απέναντι στις οικογένειές τους, κάποιοι άλλοι επιδίωκαν να διατηρήσουν την πανεπιστημιακή έδρα που κατείχαν από την προδικτατορική περίοδο κ.λπ.
Ο «Θούριος» της οργάνωσης Ρήγας Φεραίος πίστευε μάλιστα ότι υπήρχαν τρεις βασικοί λόγοι για την επιφυλακτικότητα και την αδράνεια των καθηγητών: α) ο φόβος για την απόλυση, τα βασανιστήρια, τη φυλακή και τα οφέλη του συμβιβασμού, β) η καθεστωτική προώθηση του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού ωφελούσε πολλούς από αυτούς, καθώς ήταν θεμελιωτές του συγκεκριμένου «ιδεολογικού
εκτρώματος», γ) τα «πλέγματα συμφερόντων», η διαφθορά, τα ρουσφέτια κι οι εκβιασμοί των πανεπιστημιακών που είχαν «σκελετούς στην ντουλάπα». 6
Οι άνθρωποι αυτοί δεν θα μπορούσαν, ωστόσο, να χαρακτηριστούν διανοούμενοι , αφού προτιμούσαν να επικεντρώνονται στην επιστήμη που διακονούσαν και να αποφεύγουν τις δημόσιες τοποθετήσεις για τις πολιτικές και τις κοινωνικές εξελίξεις της επταετίας. Ετσι συγκέντρωναν τα πυρά του αντιδικτατορικού κόσμου και του παράνομου Τύπου, που πίστευαν ακράδαντα πως έπρεπε να παραμερίσουν τον φόβο και την προσωπική βολή ώστε να λάβουν μέρος στον αγώνα και να καταπολεμήσουν τους δικτάτορες.
Η τρίτη κατηγορία αφορά τους αστούς καθηγητές που καταπολέμησαν ενεργά τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Επρόκειτο για «συστημική ή οργανική» ομάδα διανοουμένων, όπως θα έλεγε και ο Αντόνιο Γκράμσι, που στήριζε ανοιχτά την καθεστηκυία τάξη μετά το πέρας του εμφύλιου πολέμου αφού ενίσχυε «την ιδεολογία και τα συστήματα αξιών» που είχαν επιβληθεί από τους νικητές της αδελφοκτόνας σύρραξης. 7
Οσοι από αυτούς δεν ακολούθησαν προσωπική και αυτόνομη αντιδικτατορική πορεία δημιούργησαν κάποιους πνευματικούς κύκλους που ίδρυσαν ορισμένα σημαντικά πολιτιστικά σωματεία, σαν την Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων, την Παναρμόνια και την Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν και να εκμεταλλευτούν τη φιλελευθεροποίηση του 1969, να διαφωτίσουν έμμεσα τον λαό και να καταπολεμήσουν τον αυταρχισμό των στρατιωτικών. 8
Η τέταρτη κατηγορία αφορά τους αριστερούς και τους αριστερόστροφους καθηγητές (μαρξιστές, κομμουνιστές, αναθεωρητές και ορθοδόξους, αριστεριστές, σοσιαλιστές, αναρχικούς κ.ά.) που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος της εγχώριας πνευματικής αντίστασης καθώς αφιερώθηκαν στον αντικαθεστωτικό αγώνα αδιαφορώντας για τους κινδύνους. Επρόκειτο για πανεπιστημιακούς που δεν δίστασαν να ρισκάρουν προκειμένου να μείνουν πιστοί στην ιδεολογία τους και να αντιπαλεύσουν τους συνταγματάρχες.
Ο ρόλος κι η ομοιογένεια των καθηγητών
Οι πανεπιστημιακοί δεν είναι αυτόματα διανοούμενοι καθώς υπάρχουν πολλοί καθηγητές που απομονώνονται μέσα σε «ivory towers» διότι δεν θέλουν να λάβουν μέρος στον δημόσιο διάλογο και επικεντρώνονται στα προσωπικά ερευνητικά ενδιαφέροντα, χωρίς να εκφέρουν καμία απολύτως άποψη για τις πολιτικές και τις κοινωνικές εξελίξεις. Κάποιοι άλλοι, ωστόσο, δεν διστάζουν να τοποθετηθούν –με παρρησία– επάνω στο κοινωνικό γίγνεσθαι αδιαφορώντας για τις αντιδράσεις που μπορούν να προκαλέσουν. 9
Η ανομοιογένεια των καθηγητών δεν περιορίζεται, εντούτοις, εκεί. Στις δύσκολες ιστορικές εποχές φαίνεται μάλιστα ακόμη περισσότερο, καθώς αναδύονται ορισμένες διαφορές που λανθάνουν στο παρασκήνιο. Ο «πυρήνας Νομικής» του αντιστασιακού Ρήγα Φεραίου δημοσίευσε για παράδειγμα ένα μακροσκελές κείμενο που υποστήριζε ότι δεν θα έπρεπε να βλέπουμε τους πανεπιστημιακούς ως ομοιογενή ομάδα αν θέλουμε να αποφύγουμε τις γενικεύσεις και να δούμε την πραγματική εικόνα. 10
Παρ’ όλα αυτά έκρινε πως υπήρχαν ορισμένα χαρακτηριστικά που μπορούσαν να αποδοθούν στην πλειονότητα των καθηγητών. Αναγνώρισε για παράδειγμα ότι ήταν επιστήμονες που συγκρούονταν καθημερινά με την «αντιεπιστημονική δομή ολόκληρης της κοινωνίας». Από εκεί και πέρα ωστόσο εξαπέλυσε επίθεση εναντίον του «καθηγητικού κατεστημένου» επειδή πίστευε ότι εξέφραζε την ιδεολογία της αστικής τάξης, ότι προωθούσε ενίοτε τις απόψεις της εγχώριας αντίδρασης κι ότι αποτελούσε ένα κομμάτι του συντηρητισμού που είχε αναπτύξει ιδιοτελείς σχέσεις με τα πολιτικά και τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας. Οι πανεπιστημιακοί εφάρμοζαν, συνεπώς, την επίσημη κρατική πολιτική, «αλλά συνάμα, από την θέση τους, ζούσαν κι υφίσταντο τις αντιφάσεις αυτής της πολιτικής». 11
Σε ανάλογο μήκος κύματος εξέπεμψε και ο Σύλλογος Ελλήνων Φοιτητών Λονδίνου, που κατηγόρησε τους καθηγητές διότι πίστευε ότι ήταν «όργανα του αστικοχουντικού μηχανισμού και παρήγαγαν υπηρέτες του καπιταλιστικού συστήματος». Τα πανεπιστήμια συμπλήρωναν, έτσι, το αντιδημοκρατικό έργο της Ασφάλειας και της αστυνομίας για λογαριασμό των ντόπιων και των εξωχώριων εκμεταλλευτών, σύμφωνα με το αντιστασιακό περιοδικό της ομάδας. «Και στη σφαίρα των ιδεών παρήγαγαν όλη αυτή την αντιδραστική ιδεολογία που δικαιολογούσε την καταπίεση και την εκμετάλλευση». 12 Το «πανεπιστημιακό κατεστημένο», που θεωρείτο πολύ
ισχυρό εντός των τειχών, συνιστούσε δηλαδή ιδεολογικό εκφραστή της άρχουσας τάξης και των αστικών πολιτικών κομμάτων, σύμφωνα με τον «Θούριο» και τη «Φοιτητική Πρωτοπορεία». Παρ’ όλα αυτά, πίστευαν ότι εξακολουθούσε να διατηρεί μια «ακαδημαϊκή αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία» που επέτρεπε στους καθηγητές να εμφανίζονται σαν να είναι «υπεράνω των πολιτικών διαφωνιών» και να αναλαμβάνουν τα χαρτοφυλάκια διάφορων υπουργείων σε υπηρεσιακές κυβερνήσεις. 13
Καθηγητών επικρίσεις
Κάθε αντιδημοκρατικό πολίτευμα προσπαθεί να προσεταιριστεί τους ανθρώπους του πνεύματος για να επιβληθεί στη μεγάλη μάζα του πληθυσμού, να ελέγξει τη δημόσια συζήτηση, να εκλαϊκεύσει την ιδεολογία της εξουσίας, να βελτιώσει την καθεστωτική προπαγάνδα, να μετριάσει τις αντιδράσεις, να χειραγωγήσει τις σκέψεις των πολιτών, να απομακρύνει τους διανοούμενους από την αντίσταση και να παρουσιάσει ένα κίβδηλο προσωπείο πνευματικότητας που δεν ανταποκρίνεται στη πραγματικότητα.
«Ενα από τα πιο αποκαλυπτικά χαρακτηριστικά των ομάδων που βαδίζουνε προς την κυριαρχία είναι ο αγώνας τους για την αφομοίωση και την ιδεολογική κατάκτηση των παραδοσιακών διανοουμένων» έγραφε ο Γκράμσι. «Αφομοίωση και κατάκτηση που γίνονται τόσο πιο γρήγορα κι αποτελεσματικά όσο περισσότερο η δοσμένη ομάδα επεξεργάζεται ταυτόχρονα και τους δικούς της οργανικούς διανοούμενους». 14
Ο παράνομος αντιστασιακός Τύπος άρχισε έτσι να στηλιτεύει σφοδρότατα τους πανεπιστημιακούς που υποστήριζαν τους συνταγματάρχες, διότι πίστευε ότι είχε υποχρέωση να αποκαλύψει και να καυτηριάσει τους πνευματικούς στυλοβάτες του απριλιανού καθεστώτος ώστε να αποτρέψει την επέκταση του φαινομένου και να θέσει τις βάσεις για μια δίκαιη μεταδικτατορική τιμωρία. Πολλά αντικαθεστωτικά έντυπα που επιδοκίμαζαν την πρακτική αυτή δεν δίστασαν μάλιστα να προειδοποιήσουν πως θα κυκλοφορούσαν μια λίστα ντροπής με τα ονόματα των φιλοχουντικών καθηγητών για «να παραδοθούν στον παγκόσμιο στιγματισμό και στην παγκόσμια περιφρόνηση». 15 Η «Δημοκρατία» κατέκρινε για παράδειγμα έναν καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
διότι δημοσίευσε μια δήλωση στον τοπικό «Πρωινό Λόγο» που υποστήριζε ότι τασσόταν ανεπιφύλακτα στο πλευρό της δοτής κυβέρνησης. «Για να εξαγοράσει την παραμονή του σε μία πανεπιστημιακή έδρα» ανέφερε χαρακτηριστικά, «δέχτηκε να μεταβληθεί σε θλιβερή αρκούδα που την περιφέρουν οι δικτάτορες στις εφημερίδες για να γελά ο κόσμος μαζί της». 16
Η περίπτωση του συγκεκριμένου καθηγητή είναι εντούτοις ιδιαίτερη, καθώς δεν γνωρίζουμε τους λόγους και τις συνθήκες που προκάλεσαν τη φιλοκαθεστωτική δήλωση. Ηταν φόβος, εξαναγκασμός ή ελεύθερη επιλογή; Σε κάθε περίπτωση προκαλεί κάποια έκπληξη γιατί επρόκειτο για πανεπιστημιακό που είχε ήδη μερικές αγωνιστικές και αντιστασιακές περγαμηνές και αντιμετώπισε αργότερα ορισμένες διώξεις που οδήγησαν στην απόλυση και στο εξωτερικό. 17
Ο αντιστασιακός Τύπος δεν σταμάτησε ωστόσο εκεί, αφού συνέχισε να κατονομάζει και να στηλιτεύει ακόμη πιο σφοδρά τους πανεπιστημιακούς που στήριζαν τους συνταγματάρχες. Οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούσε ήταν μάλιστα πολύ σκληροί, αφού έκανε λόγο για «πανάθλιους και
σκοταδιστές εγκληματίες», για «πουλημένους στη χούντα καθηγητές» κ.ά. 18
Μερίδα του παράνομου αντιδικτατορικού Τύπου στράφηκε επιπλέον εναντίον των καθηγητών-μελών των πανεπιστημιακών πειθαρχικών συμβουλίων που απέβαλλαν τους αντιφρονούντες φοιτητές προκειμένου να περιορίσουν τις νεανικές αντιδράσεις. Η «Ελεύθερη Ελλάδα» λόγου χάρη φιλοξένησε ένα κείμενο των «αντιστασιακών οργανώσεων του εσωτερικού» που κατακεραύνωνε τα «ανάξια και
αχρεία» μέλη των συγκεκριμένων σωμάτων και όλους εκείνους τους ακαδημαϊκούς δασκάλους που δεν αντιστρατεύονταν τη χούντα:
«Τι να πρωτοσκεφθεί αλήθεια κανείς από την ενεργητικότητα των καθηγητών μας; Την άμεση κι ανεπιφύλακτη υποταγή από την πρώτη ώρα στη χούντα; Ή τη συμμετοχή στις θλιβερές γιορτές για τα συντάγματα ή τις επέτειες της χούντας; Ή την αποδοχή του κυβερνητικού επιτρόπου, δηλ ενός στρατιωτικού καραβανά που δεν φοίτησε ποτέ σε πανεπιστημιακή και ανώτατη σχολή; [...] Ή την προπαγάνδα που κάνουν μερικοί, ακόμα και στις παραδόσεις, ανοιχτά υπέρ της χούντας;». 19
Κάποια παράνομα φύλλα στοχοποίησαν επιπροσθέτως μερικές συγκλήτους διότι «δεξιώνονταν τον ευρυμαθή Πατ
τακό», ανέχονταν αδιαμαρτύρητα και αγόγγυστα τους στρατιωτικούς και κρατούσαν απαράδεκτη –κατά τα ίδια– στάση απέναντι στο φοιτητικό κίνημα. 20 Παράλληλα καυτηρίαζαν ορισμένα τμήματα, όπως τη Φιλοσοφική των Αθηνών, καθώς πίστευαν πως είχαν αρκετούς καθηγητές που λειτουργούσαν ως δεξί χέρι των συνταγματαρχών. 21
Το «Δελτίο Ενημερώσεως» εξαπέλυσε επίσης μια σφοδρότατη επίθεση εναντίον των πανεπιστημιακών που υπέμειναν σιωπηλά τη γνωστή «φρικτή, ασύντακτη, χυδαία κι
ακαταλαβίστικη» ομιλία του αρχιδικτάτορα Παπαδόπουλου προς τους καθηγητές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. «Ανθρωποι με παιδεία και ηλικία… με λευκαμένα μαλλιά, δέχτηκαν αμίλητοι τις ύβρεις ενός υπανάπτυκτου που νόμιζε ότι μιλάει στη διμοιρία ή στο λόχο του» ανέφερε χαρακτηριστικά. 22 Στη συνέχεια κατηγόρησε τους πανεπιστημιακούς ότι στερούντο ήθους, ότι ήταν «άτολμοι, αναξιοπρεπείς κι αξιοθρήνητοι» μπροστά στο υβρεολόγιο του Παπαδόπουλου και ότι πρόδωσαν τους αγώνες των Ελλήνων φοιτητών – αλλά πάνω από όλα τον εαυτό τους. Διερωτήθηκε έτσι αν χάθηκαν η τόλμη και η αξιοπρέπεια των ακαδημαϊκών δασκάλων και έπειτα επιτίμησε τη στάση τους απέναντι στη συγκεκριμένη ομιλία επειδή έκρινε πως προξενούσε θλίψη και απογοήτευση. 23
Ωστόσο η φιλοχουντική στάση των παραπάνω πανεπιστημιακών δεν έμεινε ατιμώρητη. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας παραπέμφθηκαν 97 από τους 685 καθηγητές κι υφηγητές που υπηρετούσαν στα ελληνικά πανεπιστήμια. Επρόκειτο για το 14% του διδακτικού προσωπικού. Οι μισοί περίπου εξ αυτών απολύθηκαν οριστικά, ένα τέταρτο αθωώθηκε και οι λοιποί δέχτηκαν ποινές προσωρινής απόλυσης 2-36 μηνών. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση μάλιστα ίσως ήταν ένας από τους ελάχιστους χώρους που είδαν κάποια ουσιαστική κάθαρση, σύμφωνα με τον Φάνη Κακριδή. 24
Καθηγητών διώξεις
Η στάση των παράνομων εφημερίδων απέναντι στους φιλοκαθεστωτικούς καθηγητές ήταν αντιστρόφως ανάλογη από εκείνη που κρατούσαν έναντι των διωκόμενων πανεπιστημιακών. Στην πρώτη περίπτωση έσπευδαν να στηλι
τεύσουν σφοδρότατα τους φιλοχουντικούς ακαδημαϊκούς δασκάλους και στη δεύτερη έσπευδαν να στηρίξουν θερμότατα τους ανθρώπους που υφίσταντο τις σκληρές διώξεις της χούντας.
Κάποιες παράνομες εφημερίδες εξαπέλυσαν δριμύτατες επιθέσεις εναντίον των απολύσεων των πανεπιστημιακών δασκάλων που αρνήθηκαν να υποκύψουν στον «ραγιαδισμό, στην τυραννία, στον σκοταδισμό και στη μεσαιωνική οπισθοδρόμηση». Τα έντυπα αυτά έκριναν ότι επρόκειτο για πράξεις μίσους, εκδίκησης και εκφοβισμού που επιχειρούσαν να καθυποτάξουν τις ανυπότακτες φωνές, να ενισχύσουν τον ιδεολογικό κομφορμισμό και να επιβάλουν στενό πνευματικό έλεγχο στους καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. 25
Η «Ελεύθερη Σάτιρα», που τυπωνόταν στη Βενεζουέλα, δημοσίευσε μάλιστα ένα καυστικό ποίημα που σατίριζε τους δικτάτορες για τις απολύσεις των απείθαρχων πανεπιστημιακών: «Οι δικτατορίσκοι […] διώχνουν υπαλλήλους και καθηγητάδες/ που δεν πειθαρχούν στον δικό τους νόμο/ και τις θέσεις παίρνουνε καραβανάδες/ για να μας φορτώνουν τον Σταυρό στον ώμο./ Διώχνουν κάθε μέρα, διώχνουν αράδα/ και όλα αυτά τα μαύρα, άσχημα σημάδια/ δείχνουν πως με δαύτους η φτωχή Ελλάδα/ σίγουρα θα γίνη στάχτη και ρημάδια». 26
Ο παράνομος αντιδικτατορικός Τύπος επέμεινε στο ζήτημα των συγκεκριμένων απολύσεων διότι έκρινε ότι επρόκειτο για οργανωμένο χουντικό σχέδιο που χρησιμοποιούσε αδιαφανείς, παράτυπες κι ιδιοτελείς διαδικασίες προκειμένου να αντικαταστήσει τους εκδιωχθέντες πανεπιστημιακούς με φιλοχουντικούς καθηγητές, συγγενείς κι ημετέρους που ενίοτε δεν είχαν διδακτορικό και αναγνωρισμένο ή γνωστό εν πάση περιπτώσει επιστημονικό έργο. 27 Παράλληλα κατηγορούσε τη χούντα ότι επανέφερε «τον
μεταξικό θεσμό των επίκουρων καθηγητών» προκειμένου να ελέγξει τους ακαδημαϊκούς, να καταργήσει την αυτονομία των πανεπιστημίων και να γεμίσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση με φιλικά άτομα. Τα αντιστασιακά έντυπα θεωρούσαν επιπλέον ότι υπήρχε συγκεκριμένο πλάνο των συνταγματαρχών που ήθελε να υποσκάψει το αυτοδιοίκητο των ανώτατων ιδρυμάτων, να περιορίσει τα διοικητικά κα
θήκοντα του διδακτικού προσωπικού και να στελεχώσει τα διοικητικά συμβούλια με εξωπανεπιστημιακά πρόσωπα. 28
Πολλές ισχυρές επικρίσεις του αντιστασιακού Τύπου στράφηκαν επίσης εναντίον των απειλών, των φραστικών επιθέσεων και των λοιπών προπηλακισμών που στοχοποιούσαν τους φιλελεύθερους καθηγητές. Η «Ελεύθερη Ελλάδα» στηλίτευσε μια «φασιστική επιδρομή των τραμπούκων της ασφάλειας
και της Κ.Υ.Π.» που προσπάθησε να εκφοβίσει έναν πανεπιστημιακό του ΑΠΘ ώστε να στείλει σαφές μήνυμα στις δημοκρατικές φωνές της εγχώριας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. 29
Τα αντιστασιακά έντυπα δεν παρέλειψαν επιπροσθέτως να επικρίνουν απερίφραστα τις συλλήψεις, τους περιορισμούς, τις εκτοπίσεις και τις συνθήκες κράτησης που αντιμετώπιζαν οι πανεπιστημιακοί όταν κατέληγαν στις εξορίες. 30 Μερικοί ακαδημαϊκοί δάσκαλοι παρέμεναν μάλιστα
«φυλακισμένοι εντός της χώρας» ακόμη κι αν δεν είχαν συλληφθεί, σύμφωνα με την «Ελεύθερη Πατρίδα», αφού δεν μπορούσαν να μεταβούν και να εργαστούν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού εξαιτίας των σχετικών προσκομμάτων του καθεστώτος. 31
Καθηγητές, αντίσταση και φοιτητές
Μια μερίδα των παράνομων αντιχουντικών εντύπων υποβίβαζε, εντούτοις, τα αποτελέσματα αυτών των διώξεων καθώς πίστευε ότι δεν είχαν καταφέρει να εξανδραποδίσουν την πλειονότητα των καθηγητών, όπως πίστευε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, αφού έπρεπε να συνυπολογιστούν δύο διαφορετικοί παράγοντες: α) η συντηρητική και ενίοτε αντιδραστική φύση της πλειονότητας των πανεπιστημιακών δασκάλων, «με αποκορύφωμα τα σκοταδιστικά κατεστημένα των θεωρητικών σχολών», δεν σήμαινε ότι μπορούσαν να ταυτιστούν αυτόματα με τους δικτάτορες, β) οι άνθρωποι αυτοί ήταν επιστήμονες που λειτουργούσαν εκ των πραγμάτων εναντίον της «αντιεπιστημονικής λογικής και ιδεολογίας του υφιστάμενου κοινωνικού καθεστώτος». 32
Ο αντιστασιακός «Θούριος», του Ρήγα Φεραίου, θεωρούσε επιπλέον ότι υπήρχε μια αντίδραση των συντηρητικών καθηγητών απέναντι στη χούντα των συνταγματαρχών που
οφειλόταν σε δύο ακόμη βασικούς λόγους: στη σχετική νομοθεσία του καθεστώτος που «έθιγε τα συμφέροντα του πανεπιστημιακού κατεστημένου» και την αντιδικτατορική τοποθέτηση μιας ηγετικής ομάδας του ντόπιου συντηρητισμού που περιλάμβανε τον Καραμανλή, τον Κανελλόπουλο κ.ά. 33
Μερικοί αντιστασιακοί δημοσιογράφοι φαίνεται πως μπορούσαν να κατανοήσουν τη δύσκολη θέση των πανεπιστημιακών κατά τη διάρκεια της δικτατορίας επειδή μπορούσαν να αντιληφθούν τις προθέσεις των δικτατόρων που ήθελαν να μετατρέψουν τους καθηγητές σε «χαφιέδες και εκτελεστικά
όργανα του κρατικού καταναγκαστικού μηχανισμού» και τις μεγάλες πιέσεις που δέχονταν ταυτόχρονα από την κοινωνία προκειμένου «να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων». 34
Η μερίδα αυτή του αντιδικτατορικού δημοσιογραφικού κόσμου έκρινε, επομένως, ότι χρειαζόταν μια σημαντική αύξηση των φοιτητικών πιέσεων προς τους καθηγητές και τις συγκλήτους προκειμένου να απομακρυνθούν οριστικά από τους πραξικοπηματίες και να προσεγγίσουν τους φοιτητές. Ετσι θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους νεανικούς αγώνες με το κύρος που είχαν αποκτήσει, να καταδείξουν μαζί τον πραγματικό εχθρό και να αυξήσουν τη δύναμη της αντίστασης. 35
Κατά συνέπεια, ορισμένα αντιστασιακά φύλλα κρατούσαν αρκετά θετική στάση απέναντι στους καθηγητές που υποστήριζαν ενεργά τους διωκόμενους φοιτητές γιατί πίστευαν πως αναπτυσσόταν μια εμφανής και προοδευτική αντίθεση των πανεπιστημιακών, εξαιτίας της «πίεσης του μαζικού κινήματος», που μπορούσε να βελτιώσει τη συνεργασία με το φοιτητικό κίνημα. Τα έντυπα αυτά ήθελαν εξάλλου να αποφύγουν τις γενικεύσεις. «Οι καθηγητές δεν ταυτίζονταν με τη χούντα», σύμφωνα με τον φοιτητικό «Θούριο»,
«χωρίς όμως να είναι πάντοτε εχθροί της». 36
Οι συντάκτες του συγκεκριμένου εντύπου δεσμεύτηκαν μάλιστα ότι θα συνέχιζαν να καταγγέλλουν τους φιλοκαθεστωτικούς καθηγητές ώστε να παρουσιάσουν τις σωστές διαστάσεις της πραγματικότητας. Στη συνέχεια σημείωσαν εντούτοις ότι θα προσπαθούσαν να κρατήσουν ψύχραιμη, γόνιμη και εποικοδομητική στάση απέναντι στους πιο αμφιταλαντευόμενους ακαδημαϊκούς δασκάλους για να τους
πείσουν να βοηθήσουν τον αγώνα των φοιτητών και των λοιπών αντιστασιακών δυνάμεων. 37
Ωστόσο η στάση των φοιτητών και των αντιδικτατορικών εντύπων απέναντι στους καθηγητές προκάλεσε διάφορες αντιδράσεις. Η «Φοιτητική Πρωτοπορία», που ήταν αρκετά σκληρή πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, καυτηρίασε τους «σταλινικούς» της «Πανσπουδαστικής» αλλά και της «Ελεύθερης Πατρίδας», καθώς έκρινε ότι κρατούσαν πολύ επιεική γραμμή ως προς τους πανεπιστημιακούς και μετά ειρωνεύτηκε τα άρθρα των παράνομων εφημερίδων που «διαφήμιζαν τους αγώνες μερικών τιμίων καθηγητών για την αυτονομία των Α.Ε.Ι. και τη συμμαχία τους με το φοιτητικό κίνημα». 38
Καθηγητών εγκώμια
Πάντως η συντριπτική πλειονότητα των παράνομων αντιδικτατορικών εφημερίδων, ανεξαρτήτως πολιτικής και ιδεολογικής τοποθέτησης, υποστήριζε τους καθηγητές που τολμούσαν να υψώσουν ανάστημα απέναντι στη δικτατορία των συνταγματαρχών για να τους προσφέρει ηθική στήριξη και να ωθήσει τους υπόλοιπους στον αντικαθεστωτικό αγώνα.
Η «Νέα Ελλάδα», του Πατριωτικού Μετώπου, επαίνεσε, παραδείγματος χάριν, τρεις γνωστούς καθηγητές που αρνήθηκαν να παραστούν στην εναρκτήρια συνεδρίαση της χουντόπνευστης Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος και εστίασε ιδιαίτερα σε έναν εξ αυτών γιατί έστειλε επιστολή στον δοτό πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Κόλλια προκειμένου να καταστήσει σαφές ότι αρνείτο να υπηρετήσει τα σχέδια των πραξικοπηματιών. «Οι στρατοκράτες μάταια πασχίζουν να αγρεύσουν δοσιλόγους μεταξύ των προσωπικοτήτων για λίγο κύρος» ανέφερε έπειτα. «Είναι μισητοί από τον ελληνικό λαό, στιγματισμένοι και καταγέλαστοι διεθνώς». 39
Σημαντική μερίδα του αντιστασιακού Τύπου έδωσε επίσης αρκετή προσοχή στα αποχαιρετιστήρια μαθήματα μερικών απολυθέντων καθηγητών, όπως του Γεωργίου-Αλέξανδρου Μαγκάκη και του Αριστόβουλου Μάνεση, επειδή μετατράπηκαν σε αντιδικτατορικά κηρύγματα και ξεσήκωσαν αντιδράσεις εκ μέρους των φοιτητών που κατέδειξαν «την αταλάντευτη αντίθεση των νέων απέναντι στις αυταρχικές μεθόδους και τις βλέψεις της χούντας». 40
Ενα άλλο κομμάτι των αντιστασιακών εντύπων επαίνεσε επιπλέον εκείνους τους δημοκρατικούς καθηγητές που αψηφούσαν τους κινδύνους προκειμένου να διδάξουν στους φοιτητές να γίνουν υπεύθυνοι πνευματικοί άνθρωποι κι ύστερα εγκωμίασε τους αποφασιστικούς ακαδημαϊκούς δασκάλους που παραιτήθηκαν από τις πανεπιστημιακές έδρες γιατί αρνούνταν να δεχτούν τους «τοποτηρητές» των συνταγματαρχών. 41
Οι παραιτήσεις ορισμένων καθηγητών εξαιτίας της κατάλυσης των ακαδημαϊκών ελευθεριών έπρεπε να λειτουργήσουν, σύμφωνα με τον παράνομο Τύπο, ως κύριο παράδειγμα που θα ωθούσε και τους άλλους πανεπιστημιακούς να υψώσουν ανάστημα, να τιμήσουν το επάγγελμά τους και να περιφρουρήσουν την τιμή της συγκλήτου. Επρόκειτο, συνεπώς, για συμβολικές, εκτός των άλλων, πράξεις που αποδείκνυαν την αντιχουντική τοποθέτηση του πνευματικού κόσμου και την ενότητα των φοιτητών με το διδακτικό προσωπικό των εγχώριων ΑΕΙ. 42
Το «Δελτίο Ενημερώσεως» της ΕΚ-ΕΔΗΝ Μονάχου εμφανίστηκε, από μια άλλη πλευρά, ιδιαίτερα ικανοποιημένο για τη θαρραλέα στάση ορισμένων καθηγητών που αντέδρασαν αποφασιστικά στον διορισμό διάφορων χουντικών ευνοουμένων επί των ελληνικών πανεπιστημίων διότι πίστευε ότι επρόκειτο για πράξη που τιμούσε επιτέλους την πνευματική ηγεσία. Οι πανεπιστημιακοί θα μπορούσαν μάλιστα να αντιταχθούν στην αυθαιρεσία, σύμφωνα με το περιοδικό, εφόσον κρατούσαν «όρθια» και συνεπή συμπεριφορά απέναντι στη χούντα. 43
Οι αντιδικτατορικές εφημερίδες πρόβαλλαν, τέλος, ορισμένες περιπτώσεις δημοκρατικών καθηγητών που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρότυπο για τους υπόλοιπους πανεπιστημιακούς. Ο «Θούριος» και η «Δημοκρατία» έπλεξαν για παράδειγμα το εγκώμιο του Ιωάννη Πεσματζόγλου επειδή είχε κρατήσει γενναία στάση στις κρίσιμες στιγμές και «είχε υψωθεί σε ένα σύμβολο της αντίθεσης των καθηγητών απέναντι στο καθεστώς της βίας και του σκοταδισμού»
αφού παρέδωσε μια δημοκρατικότατη διάλεξη στη Νομική Σχολή αψηφώντας τους κινδύνους. 44
Τα «News of Greece», από την άλλη, που ανήκαν στην Αμε
ρικανική Επιτροπή για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα, επαίνεσαν την απολογία του κοινωνιολόγου Βασίλη Φίλια διότι επρόκειτο για μια δημοκρατική αγόρευση που κατέκρινε, εκτός των άλλων, τον επιχειρούμενο πολιτικό, ιδεολογικό και δογματικό έλεγχο των συνταγματαρχών επάνω στην πνευματική δραστηριότητα της χώρας. 45
Οι «βόμβες του πνεύματος»
Η συντριπτική πλειονότητα των αντιδικτατορικών καθηγητών χρησιμοποίησε ήπια και ειρηνικά μέσα εναντίον του απριλιανού καθεστώτος. Ορισμένοι έκαναν δημοκρατικές διαλέξεις στα πανεπιστήμια, κάποιοι παραιτήθηκαν από τη θέση τους, μερικοί αρνούνταν να συμμετάσχουν στις καθεστωτικές επιτροπές, άλλοι παραχωρούσαν συνεντεύξεις και έγραφαν έμμεσα αντιχουντικά άρθρα στις νόμιμες εφημερίδες, αρκετοί συμμετείχαν στην έκδοση παράνομων εντύπων κ.λπ. Οι καθηγητές αυτοί επέλεξαν τα ήπια και ειρηνικά μέσα αντίστασης για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Ορισμένοι πανεπιστημιακοί ωστόσο αγνόησαν τους ανασταλτικούς παράγοντες και επέλεξαν πιο επιθετικούς και δυναμικούς τρόπους που χρησιμοποιούσαν συνήθως εκρηκτικούς μηχανισμούς προκειμένου να αντιπολεμήσουν τη δικτατορία. Η σχετική απειρία είχε, ωστόσο, μερικά αρνητικά αποτελέσματα. Ο Διονύσης Καράγιωργας για παράδειγμα τραυματίστηκε και συνελήφθη επειδή εξερράγη στα χέρια του μια βόμβα που προοριζόταν να συνδράμει τον αντιχουντικό αγώνα.
Τα περισσότερα αντιδικτατορικά έντυπα έσπευσαν, όπως είναι φυσικό, να επιδοκιμάσουν το παράδειγμα του συγκεκριμένου καθηγητή διότι πίστευαν πως συνιστούσε πηγή έμπνευσης και σημαντικότατη παρακαταθήκη για το φοιτητικό κίνημα. Ετσι κάλεσαν τη σπουδάζουσα νεολαία να ενταχθεί μαζικά στην αντίσταση, να εντείνει τη στήριξη προς τους διωκόμενους πανεπιστημιακούς και να σφυρηλατήσει την ενότητα των αντικαθεστωτικών δυνάμεων. 46
Ο «Θούριος» επαίνεσε επιπροσθέτως το ιατρικό και το νοσηλευτικό προσωπικό που επιχείρησε να καλύψει τον Καράγιωργα, τους φοιτητές που καταχειροκρότησαν τους βοηθούς του καθηγητή και τους γενναίους διανοούμενους που αψήφησαν τους κινδύνους για να υποστηρίξουν τη δημοκρατία και την πολιτική ομαλότητα. Ο συλληφθείς πανεπιστημι
ακός είχε δείξει, άλλωστε, «το πώς θα εκδιωκόταν η σπείρα των συνταγματαρχών: με καθολική και ανελέητη αντίσταση». 47
Ο αντιδικτατορικός Τύπος κατέκρινε, αντιθέτως, τους δικτάτορες, τους φιλοχουντικούς δημοσιογράφους και τους
«διορισμένους φοιτητοπατέρες» που καταδίκασαν την ενέργεια του Καράγιωργα ως αντιδεοντολογική πράξη και «τους
πέντε κιότηδες και προσκυνημένους» καθηγητές της Παντείου που στηλίτευσαν τη δραστηριότητα του συλληφθέντα καθώς έλεγαν ότι έθιγε την «υψηλή αποστολή» των πανεπιστημιακών δασκάλων. 48
Η «Εργατική Πάλη» του ΚΔΚΕ εξαπέλυσε επιπλέον δριμεία επίθεση εναντίον των «πουλημένων κονδυλοφόρων», των φοιτητών και των καθηγητών που «έσκυψαν αηδιαστικά τη ραχοκοκαλιά τους μπροστά στους στρατιωτικούς» καυτηριάζοντας τη «βροντώδη εκδήλωση ατομικής διαμαρτυρίας» του Καράγιωργα. Ακολούθως όμως κράτησε σαφείς αποστάσεις από τις μεθόδους της «ατομικής τρομοκρατίας
[…] γιατί στη θέση της μάζας και της ταξικής πάλης υποκαθιστά τη μονάδα ή τον στενό κύκλο και τον ατομικό ηρωικό εκδικητή». Οι ενέργειες αυτές δεν μπορούσαν, επομένως, να κλονίσουν τους πραξικοπηματίες επειδή χρειαζόταν ευρεία κινητοποίηση των μαζών και συλλογική δράση. 49
Αυτό ωστόσο δεν ήταν μεμονωμένο παράδειγμα αφού είχαν διατυπωθεί ήδη ανάλογα επιχειρήματα για την απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου από τον Παναγούλη. Η «Ωρα της Αλλαγής», της Εργατικής Διεθνιστικής Ενωσης Ελλάδας, είχε επικρίνει για παράδειγμα τις «τρομοκρατικές ενέργειες, τον δυναμιτισμό και τον τερορισμό» διότι δεν θεωρούνταν επαναστατικές ενέργειες καθώς δεν είχαν μαζικό χαρακτήρα. «Επαναστατική βία είναι η μαζική βία, δεν είναι η ατομική» τόνιζε χαρακτηριστικά. «Η ατομική βία είναι τερορισμός· επανάσταση είναι η βίαιη καταστροφή της δοσμένης κοινωνικής οργάνωσης κι η αντικατάστασή της με μια νέα που έχει υψηλότερη ποιότητα. Για αυτό και απαιτείται η δράση των πλατιών μαζών». 50
Συμπεράσματα
Ο αντιδικτατορικός Τύπος έδειξε, όπως γίνεται αντιληπτό, αρκετό ενδιαφέρον για τη στάση των πανεπιστημιακών καθηγητών απέναντι στη χούντα αφού φιλοξένησε πάνω από 170 άρθρα και αναλύσεις για το συγκεκριμένο θέμα. Τα πε
ρισσότερα δημοσιεύματα εμφανίστηκαν, φυσιολογικά, στις νεανικές και ιδιαίτερα τις φοιτητικές εκδόσεις που μπορούσαν να γνωρίζουν διάφορα πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά και σε εβδομαδιαία έντυπα σαν την «Ελεύθερη Ελλάδα», που έδιναν μεγάλη σημασία στο πνευματικό δυναμικό της Ελλάδας και στα εκπαιδευτικά ζητήματα.
Η ανομοιογένεια των εγχώριων πανεπιστημιακών ήταν εμφανής και στην περίοδο της δικτατορίας, σύμφωνα με τον αντιχουντικό Τύπο, αφού είχαν σχηματιστεί τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες που ξεχώριζαν τους καθηγητές σε φιλοδικτατορικούς, «ουδέτερους», αστούς που ανέπτυξαν αντιστασιακή δράση και τους αριστερούς που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος του πνευματικού αντικαθεστωτικού αγώνα.
Ο αντιχουντικός αγώνας των αστών και των αριστερόστροφων πανεπιστημιακών περιλάμβανε δημοκρατικές διαλέξεις, αρκετά άρθρα και συνεντεύξεις στον παράνομο αντιστασιακό Τύπο, παραιτήσεις, απείθεια προς τους στρατιωτικούς κ.ά. Ορισμένοι καθηγητές ωστόσο προχώρησαν ακόμη περισσότερο αφού δεν δίστασαν να υιοθετήσουν πιο δυναμικούς τρόπους αντίστασης που χρησιμοποιούσαν βόμβες και λοιπούς εκρηκτικούς μηχανισμούς εναντίον του καθεστώτος.
Τα αντιχουντικά έντυπα, μολονότι δεν συμφωνούσαν πάντα στα δέοντα αντιστασιακά μέσα, στήριζαν συνήθως την αντικαθεστωτική δραστηριότητα των δημοκρατικών καθηγητών, στηλίτευαν τις διώξεις που υφίσταντο και επιχειρούσαν να προωθήσουν τη συνεργασία με τους φοιτητές. Προσπαθούσαν επιπρόσθετα να παρακινήσουν τους «ουδέτερους» πανεπιστημιακούς προκειμένου να συμμετάσχουν στον αντιδικτατορικό αγώνα και εξαπέλυαν δυναμικές επιθέσεις εναντίον των ακαδημαϊκών δασκάλων που συνέδραμαν πνευματικά κι ιδεολογικά τους συνταγματάρχες.
Η γενικότερη στάση των αριστερών φύλλων απέναντι στους καθηγητές και τους διανοούμενους εν γένει εντούτοις δεν ήταν ενιαία αφού υπήρχαν τουλάχιστον τρεις διαφορετικές απόψεις για τον ρόλο που έπαιζαν στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική ζωή.
Ενα κομμάτι της ελληνικής σκληροπυρηνικής Αριστεράς κρατούσε ξεκάθαρα εχθρική στάση απέναντι στους διανοούμενους, αφού ισχυριζόταν πως ήταν συνειδητά όργανα της κυρίαρχης τάξης που προσπαθούσαν να διαιωνίσουν την υφιστάμενη κατάσταση προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και των υπόλοιπων εκμεταλλευτών των πιο ασθενών στρωμάτων του πληθυ
σμού, της εργαζόμενης τάξης και του λαού συνολικότερα.
Ενα δεύτερο κομμάτι της εγχώριας Αριστεράς, που δεν ήταν τόσο απόλυτο, κρατούσε πιο ήπια, μα επιφυλακτική, αμφίσημη και ενίοτε αμφιταλαντευόμενη στάση απέναντι στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, γιατί πίστευε ότι «θόλωνε κάπως τα νερά». Ο γγ του ΚΚΕ Κώστας Κολιγιάννης συσχέτισε, για παράδειγμα, «την υποτίμηση των αρχών και του ρόλου του κόμματος της εργατικής τάξης με τις συγχύσεις […] γύρω από το ρόλο της και με τις απόψεις που υποτιμούν ή αρνούνται τον ηγετικό της ρόλο κι υπερτιμούν το ρόλο των διανοουμένων». 51
Ενα άλλο κομμάτι της Αριστεράς, τέλος, κρατούσε ανεπιφύλακτα θετική στάση απέναντι στους διανοούμενους γιατί θεωρούσε πως διαδραμάτιζαν ήδη πολύ κρίσιμο ρόλο στην ελληνική πολιτική ζωή και στον αντιστασιακό αγώνα. Οι δυνάμεις αυτές, μολονότι έκριναν ότι υπήρχαν αρκετά περιθώρια βελτίωσης, ήθελαν επίσης να προωθήσουν τη συνεργασία των ανθρώπων του πνεύματος με τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες ώστε να προκύψουν καλύτερα αποτελέσματα. «Η δημοσιογραφική οικογένεια», που είχε φυσικά αρκετούς διανοούμενους, «δεν αντιστάθηκε σαν σύνολο, αλλά δεν ατίμασε κιόλας το επάγγελμα» έγραψε ο Βασίλης Ροδόπουλος της «Καθημερινής». «Δεν εκφράστηκε όσο χρειαζόταν επειδή λειτούργησε ο νόμος της εξάρτησης». Κάτι αντίστοιχο, πλην συγκεκριμένων και ηχηρών περιπτώσεων, συνέβη και με τους καθηγητές της επταετίας. Οι περισσότεροι από αυτούς παρέμειναν σιωπηλοί και ήσυχοι εξαιτίας των κινδύνων περιμένοντας στωικά να αλλάξουν οι καταστάσεις. Κάποιοι άλλοι προτίμησαν εντούτοις να ενταχθούν στην αντίσταση προκειμένου να δημιουργήσουν τις συνθήκες που θα επέφεραν την αλλαγή και έσωσαν, ως έναν βαθμό, την τιμή της ελληνικής πανεπιστημιακής κοινότητας. 52
Τα άρθρα του αντιδικτατορικού Τύπου για τη στάση των πανεπιστημιακών κατά τη διάρκεια της χούντας αντέκρουσαν, τέλος, μερικούς μύθους των πραξικοπηματιών, αφού έδειξαν ότι δεν είχαν εξασφαλίσει τη στήριξη μεγάλου μέρους των καθηγητών, δεν σεβάστηκαν την τριτοβάθμια εκπαίδευση, δεν ενίσχυσαν την αξιοκρατία, την αριστεία και τη διαφάνεια, ότι υπονόμευσαν το αυτοδιοίκητο των ανώτατων ιδρυμάτων, τιμωρούσαν τις προσωπικές πολιτικές κι ιδεολογικές απόψεις των διδασκόντων και επενέβαιναν συνεχώς στην ακαδημαϊκή ζωή προκειμένου να εξυπηρετήσουν την αυταρχική πολιτική του καθεστώτος.