Εκθεση Πισσαρίδη: Πολιτισμός διασωληνωμένος
Το πόρισμα της επιτροπής των «σοφών» δίνει το έναυσμα για την επικείμενη πολιτισμική πανωλεθρία
Οκόσμος του πολιτισμού στέλνει τον τελευταίο καιρό με κάθε τρόπο το μήνυμα ότι η Ευρώπη χρειάζεται ένα πολιτισμικό New Deal που θα αποδείξει την πολιτική της δέσμευση να θέσει τον πολιτισμό στην καρδιά του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Η μεγάλη ευκαιρία γι’ αυτό είναι το «Σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας», που στα καθ’ ημάς φαίνεται ότι θα πατήσει πάνω στον καμβά της έκθεσης Πισσαρίδη.
Μια μηχανική όσο και μονομερής προσέγγιση
Προκειμένου να υπάρξει αποτελεσματική σύνδεση πολιτισμού και οικονομίας σε ένα σχέδιο ανάπτυξης απαιτείται μια βασική προϋπόθεση, την οποία υιοθετούν παγκόσμιοι οργανισμοί όπως η UNESCO και ο ΟΟΣΑ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και η διεθνής βιβλιογραφία. Αυτή δεν είναι άλλη από την αξιακή αυτονομία του πολιτισμού που σχετίζεται με την κοινωνική πρόοδο και συνοχή προκειμένου να σχεδιαστεί το νέο, ιδιαίτερο και ξεχωριστό πεδίο της σύνδεσής του με την οικονομία. Εάν αυτή η αυτονομία δεν εξασφαλιστεί – πράγμα που σημαίνει την αναγνώριση της αξίας του αυτή`ς καθαυτήν, της δημιουργικότητας, ως κεντρικού πυρήνα ενσωματωμένου στην κοινωνία, την παιδεία και την καθημερινή ζωή, στη συμμετοχή και στις στάσεις των πολιτών– και αν ο πολιτισμός αντιμετωπιστεί υστερόβουλα ως εξωτερικό δάνειο, ως «εργαλείο ανάπτυξης», τότε κανένα σχέδιο δεν μπορεί να έχει επιτυχία και, το κυριότερο, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές.
Κατά συνέπεια, θα μπορούσε το πεδίο του πολιτισμού να επωφεληθεί αλλά και να συμβάλει σε ένα «σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας» μέσα από μια αμφίδρομη σχέση. Θα μπορούσε ένα τέτοιο σχέδιο να υποστηρίζει σε πρώτο επίπεδο τους κλάδους, τους καλλιτέχνες, τους δημιουργούς, τους εργαζόμενους και τη δημιουργική οικονομία της χώρας συνολικότερα. Θα μπορούσε να ανανεώσει το πολιτισμικό κεφάλαιο της χώρας, δημόσιο και ιδιωτικό. Σίγουρα ναι, ιδιαίτερα σε μια εποχή που οι καλλιτεχνικοί κλάδοι (ως δημόσιοι και ιδιωτικοί παραγωγοί
αγαθών, προϊόντων και υπηρεσιών) έχουν πληγεί σκληρά, προκειμένου να επιβιώσουν αρχικά από τη σχεδόν δεκαετή οικονομική κρίση και τα μνημόνια και στη συνέχεια από την πανδημία και την απαγόρευση εργασίας και λειτουργίας τους τον τελευταίο χρόνο με ελάχιστη στήριξη από την πολιτεία.
Είναι απογοητευτικό συνεπώς που η έκθεση Πισσαρίδη αφιερώνει σε αυτήν τη θεμελιώδη παραδοχή μία και μοναδική φειδωλή πρόταση: «Ο πολιτισμός έχει, ασφαλώς, αυτοτελή σημασία για μια κοινωνία», ενώ σπεύδει να κινηθεί βιαστικά στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Μην έχοντας ούτε έναν σύμβουλο –από τους τόσους που απασχόλησε– με εξειδίκευση στον πολιτισμό, καταλήγει γρήγορα σε παλιά κλι
σέ και αποτυχημένες πολιτικές περασμένων δεκαετιών. Στραμμένη με εμφανή μονομέρεια στην πολιτιστική κληρονομιά ως σανίδα σωτηρίας για την αύξηση των εσόδων, η έκθεση εκφράζει αμηχανία και σαφή υποτίμηση απέναντι στο σύγχρονο καλλιτεχνικό και πολιτιστικό δυναμικό της χώρας και συνδέει μηχανικά τον πολιτισμό με τον τουρισμό αδυνατώντας να υπαινιχθεί καν άλλες εναλλακτικές επιλογές.
Μάλιστα το κάνει εξαιρετικά βεβιασμένα, χωρίς καμία ανάλυση της ιδιαίτερης διάρθρωσης του πεδίου, των τάσεων, των προοπτικών και των λόγων που οδηγούν σε αυτήν τη μονόδρομη επιλογή. Μάλιστα, μόνο εκ των υστέρων και έχοντας ήδη δρομολογήσει τον άξονα πολιτισμού – τουρισμού, η έκθεση
αναφέρεται στη χαρτογράφηση του κλάδου στην ενότητα «Προκλήσεις και προοπτικές», βάζοντας έτσι εμφανώς το κάρο πριν από το άλογο. Μια σειρά από κλισέ έρχονται έτσι να συμπληρώσουν την εικόνα με λίγα στοιχεία από την επισκεψιμότητα και τα έσοδα αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, τον αριθμό και το μέγεθος των επιχειρήσεων, τον κύκλο εργασιών τους, τον αριθμό των απασχολουμένων, έναν δυο ετήσιους προϋπολογισμούς και κρατικές δαπάνες, καθώς και επιλεκτικές στατιστικές και ευρωπαϊκές συγκρίσεις.
Με αυτά τα δεδομένα όταν η έκθεση φτάνει στα συμπεράσματα περιορίζεται, όπως πολλοί πριν από αυτή ήδη από τη δεκαετία του 1950, στο γνωστό συμπέρασμα που θέλει τη χώρα
Στραμμένη με εμφανή μονομέρεια στην πολιτιστική κληρονομιά ως σανίδα σωτηρίας για την αύξηση των εσόδων, η έκθεση εκφράζει σαφή υποτίμηση απέναντι στο σύγχρονο πολιτιστικό δυναμικό της χώρας
«να εστιάζει στην ποιοτική ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς» με την τυπική, άνευ αντικρίσματος όμως, προσθήκη της σύγχρονης πολιτιστικής δημιουργίας. Τόσο απλά, τόσο βαθυστόχαστα, τόσο καινοτόμα, τόσο αναπτυξιακά εντέλει. Η αποθέωση του ευχολόγιου και της κοινοτοπίας.
Η κοινωνική συνοχή και ο «ασημένιος» τουρισμός
Αυτά συμβαίνουν την ίδια ώρα που ζούμε με δραματικό τρόπο την πανδημία και ο διόλου ευαίσθητος και διόλου κουλτουριάρης ΟΟΣΑ κάνει λόγο στην έκθεσή του για «πολιτισμικό σοκ» στον πολιτιστικό και δημιουργικό τομέα, παροτρύνοντας τις κυβερνήσεις να λάβουν μέτρα υποστήριξης, καθώς η διάρκεια των επιπτώσεων θα είναι μεγάλη, η ευθραυστότητα των κλάδων αυξημένη, οι υβριδικές εργασιακές σχέσεις του τομέα σε καμπή. Μάλιστα ο ΟΟΣΑ συνδέει τον πολιτισμό με την εκπαίδευση και την υγεία ως αλληλένδετους παράγοντες που ανέδειξε η πανδημία και πρέπει να ληφθούν υπόψη ως σύνολο για τις στρατηγικές που θα αναπτυχθούν από δω και μπρος σε αναφορά προς την κοινωνική συνοχή και την κοινωνική ευημερία.
Η έκθεση Πισσαρίδη ωστόσο αποτελεί τον βασικό καμβά, προοιωνίζοντας τις κατευθύνσεις που θα έχει το «Σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας». Με αυτή την έννοια συνδέεται στενά με τις προτεραιότητες της κυβέρνησης όσον αφορά την κατανομή των ευρωπαϊκών πόρων των 32 δισ. ευρώ σε βάθος πενταετίας. Τα έργα που θα ενταχθούν θα μπορούσαν πραγματικά να φέρουν τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης και να αναζωογονήσουν την κοινωνία με όχημα τον πολιτισμό, την παιδεία και την υγεία όλων. Θα περίμενε επομένως κάποιος οι εξαγγελίες για τον πολιτισμό να κινούνται γύρω από τον σχεδιασμό ενός απόλυτης προτεραιότητας αναπτυξιακού περιφερειακού πολιτιστικού προγράμματος για τη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων, την αναζωογόνηση των πόλεων και την ενδυνάμωση των καλλιτεχνών και της δημιουργικής οικονομίας. Ενα τέτοιο πρόγραμμα θα ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό, μαζί με μια σειρά από παράλληλες δράσεις αναφορικά με την καλλιτεχνική παιδεία, την ανασυγκρότηση των γερασμένων πολιτιστικών οργανισμών, τη στρατηγική μουσείων και πολιτιστικής κληρονομιάς, βιβλιοθηκών και κέντρων τεκμηρίωσης, το ρυθμιστικό πλαίσιο που αφορά τα ιδιωτικά ιδρύματα και συμπράξεις, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας για δημιουργούς και καλλιτέχνες.
Αντί γι’ αυτά, η παράγραφος που αφιερώνεται στον πολιτισμό στο «Σχέδιο ανασυγκρότησης» αρχίζει με την εξής πρόταση: «Στον πολιτισμό, προωθείται μια φιλόδοξη μεταρρύθμιση των φορολογικών και εργασιακών πρακτικών για τη μείωση της φοροδιαφυγής, αλλά και για την καλύτερη προστασία των εργαζομένων». Απορεί κανείς πώς μπόρεσε να σκεφτεί κάποιος ότι αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα, η πρωταρχική πολιτιστική προτεραιότητα για τον πολιτισμό σήμερα.
Στη συνέχεια διαβάζουμε: «Είναι σημαντικό ο πολιτισμός να λειτουργεί ως κινητήριος μοχλός της οικονομικής και της στρατηγικής ανάπτυξης των πολιτιστικών και δημιουργικών βιομηχανιών. Οι πολιτιστικές και δημιουργικές βιομηχανίες απαιτούν επίσης επενδύσεις για την ανάπτυξη δεξιοτήτων των επαγγελματιών του τομέα». Δύσκολο και εδώ να καταλάβει κάποιος τις προθέσεις του συντάκτη, εφόσον διατυπώνει απλώς αυτονόητες διαπιστώσεις και δεν υπάρχει καμία αναφορά σε προγράμματα χρηματοδότησης. Στη δεύτερη βέβαια πρόταση μπορεί κάποιος να φανταστεί ότι τα χρήματα θα δοθούν σε επαγγελματικές καταρτίσεις, όπου επικεντρώνεται κυρίως η εμμονή του υπουργείου Πολιτισμού.
Φτάνοντας στο τέλος, διαπιστώνουμε τη διασωλήνωση του πολιτισμού με τον τουρισμό, που είναι και ο μόνος στόχος: «Επιπλέον, προωθούνται δράσεις για την υποστήριξη της κοινωνικής συνοχής μέσω της σύνδεσης του πολιτισμού με τον τουρισμό και τον “ασημένιο” τουρισμό. Με σκοπό τη διαφοροποίηση του ελληνικού τουριστικού χαρτοφυλακίου, τη μείωση της εποχικότητας και την αύξηση των εσόδων γίνεται επίσης μια συστηματική προώθηση θεματικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού όπως ο ορεινός, ο θρησκευτικός και ο θαλάσσιος τουρισμός και ενισχύονται οι δράσεις για προσβάσιμες υποδομές».
Μένει κανείς άφωνος με την αχαλίνωτη φαντασία του εγκεφάλου που διανοήθηκε να θεωρήσει πως η κοινωνική συνοχή θα υποστηριχτεί μέσω της σύνδεσης του πολιτισμού με τον τουρισμό και μάλιστα με τον «ασημένιο». Περιοριζόμαστε να πούμε πως είναι προφανές ότι θα πρέπει να ξαναγραφτεί με μεγαλύτερη σοβαρότητα και γνώση το «Σχέδιο ανάκαμψης» που αφορά τον πολιτισμό. Γιατί αν μείνουμε στο παραπάνω «επίσημο» κείμενο, το πολιτισμικό σοκ που ζούμε θα μετατραπεί σε πολιτισμική πανωλεθρία για τη χώρα.