Πικρός συμβιβασμός για το όριο χρέους
Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι κατέληξαν σε συμφωνία για την αύξηση του «ταβανιού» του δημόσιου χρέους προκειμένου οι ΗΠΑ να μην κηρύξουν στάση πληρωμών
Στο
κατώφλι του δυσθεώρητου αμερικανικού δημόσιου χρέους που - μόνο- διογκώνεται με επιταχυνόμενη ταχύτητα και αυξανόμενη μάζα ικανή να συμπαρασύρει σε ενδεχόμενη κατάρρευσή της όλη την πυραμίδα της παγκόσμιας χρεοκρατίας, υπάρχει πάντα ένα μεγάλο παζάρι, πολιτικό και δημοσιονομικό. Και μετά μια στάση πληρωμών που αποτρέπεται και μια πτώση στην πολιτική ανία που διαρκώς αποφεύγεται. Κι ένα υπαρξιακό δράμα που η λύση του μετατίθεται στο διηνεκές… Εν κατακλείδι, Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι κατέληξαν χθες σε συμφωνία για την πολυσυζητημένη αύξηση του «ταβανιού» του δημόσιου χρέους προκειμένου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να έχει χρήματα για να κάνει τη δουλειά της και οι ΗΠΑ να μην κηρύξουν στάση πληρωμών.
Εχοντας συγκεντρώσει πείρα από το σκληρό παιχνίδι με το «ταβάνι» που έκαναν κάποτε οι ίδιοι στον Τραμπ, φτάνοντας κυριολεκτικά στο παρά πέντε της στάσης πληρωμών, οι Δημοκρατικοί ενεργοποίησαν έγκαιρα τον μηχανισμό τους προκειμένου να στέλνει ακατάπαυστα προειδοποιητικά μηνύματα στο Κογκρέσο. Ως καλός «νοικοκύρης» που νοιάζεται για τα του οίκου του, ο Μπάιντεν είχε φροντίσει να μην αφήσει στιγμή σε ησυχία τον Κέβιν Μακάρθι, τον αρχηγό των Ρεπουμπλικάνων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, εκεί που «ζορίζονται» οι Δημοκρατικοί αφού είναι μειοψηφία, καλώντας τον μέρα παρά μέρα στον Λευκό Οίκο για να παζαρέψει μαζί του την αύξηση του «ταβανιού». Αλλά η δουλειά κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν διότι οι Ρεπουμπλικάνοι είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ άκαμπτοι και σκληροπυρηνικοί, και δεν θα έκαναν την παραμικρή χάρη σε έναν Δημοκρατικό Πρόεδρο και σ’ ένα «κίνημα» που πιστεύουν ότι βρίσκεται πίσω από το κόμμα του με στόχο την πολιτική εξόντωση του Τραμπ.
Ο Μακάρθι κέρδισε τα γαλόνια του ως άξιος Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Βουλής, σχολίασε το Reuters, ακολουθώντας μια σκληρή αντιπολιτευτική γραμμή για να περάσει το νομοσχέδιο για την αύξηση του χρέους, με ομοσπονδιακά όρια δαπανών στα οποία ο Πρόεδρος Μπάιντεν υποσχόταν επί μήνες ότι θα αντισταθεί. Έξι μήνες αφότου υπέμεινε συνολικά 15 «εξευτελιστικές» ψηφοφορίες για να εκλεγεί πρόεδρος, ο Μακάρθι αποδείχθηκε ικανός να παρασύρει τον Μπάιντεν σε διαπραγματεύσεις για τις δαπάνες και άλλες προτεραιότητες των Ρεπουμπλικάνων, και στη συνέχεια να συγκεντρώσει τα δύο τρίτα της συχνά διστακτικής ρεπουμπλικάνικης πλειοψηφίας της Βουλής για να περάσει τον νόμο. Και επί τη ευκαιρία, έστειλε εκ μέρους του συνόλου του κόμματός του ένα ξεκάθαρο σήμα στον Λευκό Οίκο: «Συνεχίστε να μας υποτιμάτε κι εμείς θα συνεχίσουμε να αποδεικνύουμε στον αμερικανικό λαό ότι δεν τα παρατάμε ποτέ».
Κούρεμα κοινωνικών δαπανών
Το νομοσχέδιο, που εγκρίθηκε με ευρεία πλειοψηφία 314-117, αίρει το ανώτατο όριο χρέους των 31,4 τρισ. δολαρίων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ως το 2025 με αντάλλαγμα τη μείωση των μη αμυντικών δαπανών, άλλων ελαστικών δαπανών και κυρίως αυστηροποιώντας τις απαιτήσεις για τα κοινωνικά επιδόματα. Σύμφωνα με το Κέντρο Προτεραιοτήτων Προϋπολογισμού και Πολιτικής, μια προοδευτική δεξαμενή σκέψης που επικαλείται ο Guardian, ως και 750.000 άτομα από ευάλωτα κοινωνικά στρώματα θα μπορούσαν να χάσουν τα κουπόνια αγοράς τροφίμων λόγω των νέων απαιτήσεων του νόμου. Το νομοσχέδιο συγκέντρωσε 165 ψήφους από τους Δημοκρατικούς, ξεπερνώντας δηλαδή τους 149 Ρεπουμπλικάνους που το ψήφισαν. Τώρα οδεύει προς τη Γερουσία που ελέγχεται στενά από τους Δημοκρατικούς και θα πρέπει να ψηφιστεί κι εκεί πριν παραπεμφθεί προς υπογραφή στον Μπάιντεν το αργότερο έως τις 5 Ιουνίου ώστε να αποτραπεί η στάση πληρωμών.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι Μακάρθι πέτυχε να περάσει το νομοσχέδιο για το όριο του χρέους χωρίς να δεχθεί άμεσες λεκτικές επιθέσεις από τον Τραμπ, ο οποίος είχε προτρέψει ευθέως τους Ρεπουμπλικάνους να προκαλέσουν στάση πληρωμών εάν δεν ήταν σε θέση να αποσπάσουν επαρκείς παραχωρήσεις από τους Δημοκρατικούς.
Την ίδια ώρα, βέβαια, η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών είναι ανάστατη, με πολλά από τα μέλη της τόσο στη Βουλή όσο και στη Γερουσία να ξεκαθαρίζουν ότι δεν πρόκειται να στηρίξουν έναν νόμο που οι συνέπειές του πλήττουν τους πιο ευάλωτους.