Φόβοι για κλιμάκωση της ισραηλινοπαλαιστινιακής διένεξης
Η περσινή χρονιά ήταν η φονικότερη για τους Παλαιστίνιους της Δυτικής Όχθης από το 2005, με τις ισραηλινές δυνάμεις να σκοτώνουν 154 ως αντίδραση στις παλαιστινιακές επιθέσεις που προκάλεσαν τον θάνατο 31 Ισραηλινών μέσα στο 2022. Με την επιρροή της διεθνούς κοινότητας στη σύγκρουση να μειώνεται, ορισμένοι φοβούνται ότι μια νέα Ιντιφάντα θα μπορούσε να βρίσκεται στα σπάργανα
Εξω από τη συναγωγή της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, όπου Παλαιστίνιος ένοπλος σκότωσε 7 άτομα, το τραύμα της επίθεσης είναι ακόμα αισθητό. Σε έναν φράχτη έξω από τη συναγωγή κρέμεται πανό που γράφει «Το εβραϊκό αίμα δεν μπορεί να πάει χαμένο». «Είμαστε σοκαρισμένοι» δηλώνει ο 35χρονος Αβραάμ που ζει απέναντι από τη συναγωγή. «Τα παιδιά μας φοβούνται να κοιμηθούν. Κάθε θόρυβος τους δίνει την εντύπωση τρομοκρατικής επίθεσης».
Η χειρότερη επίθεση στην Ιερουσαλήμ από το 2008 έρχεται εν μέσω ενός κύματος βίας που εντείνει τους φόβους ότι η μακροχρόνια ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση θα μπορούσε να βρίσκεται στα πρόθυρα ευρύτερης κλιμάκωσης. Μια μέρα πριν την επίθεση στην Ιερουσαλήμ, ισραηλινές δυνάμεις σκότωσαν 9 Παλαιστίνιους στον προσφυγικό καταυλισμό της Τζενίν, στη χειρότερη επιδρομή στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη εδώ και δύο δεκαετίες. Ως αντίποινα, Παλαιστίνιοι μαχητές στη Λωρίδα της Γάζας εκτόξευσαν ρουκέτες κατά του Ισραήλ, που με τη σειρά του απάντησε βομβαρδίζοντας στόχους στην περιοχή. Την επόμενη μέρα, ένας 13χρονος Παλαιστίνιος πυροβόλησε και τραυμάτισε ακόμα 2 Ισραηλινούς στην Ιερουσαλήμ.
Ακόμα και πριν την πρόσφατη αιματοχυσία, οι εντάσεις μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων ήταν έντονες. Η περσινή χρονιά ήταν η φονικότερη για τους Παλαιστινίους της Δυτικής Όχθης από το 2005, με τις ισραηλινές δυνάμεις να σκοτώνουν 154 σε επιδρομές στην περιοχή ως αντίδραση στις παλαιστινιακές επιθέσεις που ξεκίνησαν την περσινή άνοιξη, προκαλώντας τον θάνατο 31 Ισραηλινών μέσα στο 2022. Όμως πολλοί αναλυτές φοβούνται ότι η τελευταία αιματοχυσία θα μπορούσε να ξεκινήσει έναν κύκλο βίας και αντιποίνων που ούτε η σκληροπυρηνική νέα κυβέρνηση του Νετανιάχου -που ενίσχυσε
τη θέση υπερεθνικιστών όπως ο Ιταμάρ Μπεν Γκβιρ και ο Μπεζαλέλ Σμότριτς- ούτε η κλυδωνιζόμενη παλαιστινιακή διοίκηση στη Δυτική Όχθη θα μπορέσουν να σταματήσουν.
Με την επιρροή της διεθνούς κοινότητας στη σύγκρουση επίσης να μειώνεται, ορισμένοι φοβούνται ότι μια νέα Ιντιφάντα, όπως εκείνες της δεκαετίας του 1980 και του 2000, θα μπορούσε να βρίσκεται στα σπάργανα. «Υποψιάζομαι ότι θα υπάρξει μόνο κλιμάκωση από εδώ και πέρα» δηλώνει η Νταϊάνα Μπούτου, Παλαιστίνια αναλύτρια και πρώην διαπραγματεύτρια. «Κατά το παρελθόν υπήρχαν πάντοτε προσπάθειες με στόχο την αποκλιμάκωση. Σήμερα δεν έχουμε τίποτα τέτοιο». Ο Μάικλ Μίλσταϊν, πρώην σύμβουλος της ισραηλινής υπηρεσίας που επιβλέπει τις παλαιστινιακές υποθέσεις στη Δυτική Όχθη, δεν πιστεύει ότι μια νέα Ιντιφάντα είναι έτοιμη να ξεσπάσει. Προειδοποιεί όμως πως αν η ισραηλινή κυβέρνηση -στην οποία οι έποικοι και οι υπερεθνικιστές κατέχουν θέσεις που τους δίνουν εξουσία πάνω στη Δυτική Όχθη- λάβει μέτρα που θα αποδυναμώσουν την Παλαιστινιακή Αρχή ή προκαλέσουν την κατάρρευση της τοπικής οικονομίας, ένα τέτοιο σενάριο θα είναι «πιο πιθανό».
Ο τελευταίος γύρος βίας έδειξε επίσης τη δυνατότητα επέκτασης της βίας από τη Δυτική Όχθη στη Γάζα, καθώς τα μέλη της Ισλαμικής Τζιχάντ στην περιοχή απάντησαν με ρουκέτες στους φόνους των μαχητών τους στην Τζενίν. Η Χαμάς, η οργάνωση που ελέγχει τη Γάζα και η οποία διαθέτει μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνατότητες, έμεινε έξω από τις συγκρούσεις, όπως έκανε και στις προηγούμενες εχθροπραξίες τον Αύγουστο. Οι αναλυτές εκτιμούν όμως ότι ο συνδυασμός των εντάσεων σε Δυτική Όχθη και Γάζα θα μπορούσε να κάνει την κατάσταση πιο ευμετάβλητη στο μέλλον. «Απλώς δεν μπορείς να γνωρίζεις πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα» δηλώνει ο Αβί Μελαμέντ, πρώην αξιωματούχος των ισραηλινών υπηρεσιών ασφαλείας. «Θα μπορούσε να καταλήξει σε επιθέσεις όπως αυτές
στην Ιερουσαλήμ ή να εξελιχθεί σε χιονοστιβάδα. Κανείς δεν γνωρίζει».Σε προηγούμενους γύρους της σύγκρουσης, ο Νετανιάχου κέρδισε τη φήμη ενός προσεκτικού χειριστή. Σε αυτόν τον κυβερνητικό συνασπισμό όμως, εξαρτάται από τον Μπεν Γκβιρ και τον Σμότριτς, δύο εποίκους με ιστορικό αντι-αραβικών θέσεων που ζητούν πιο δραστικές απαντήσεις. Το προηγούμενο σαββατοκύριακο, η κυβέρνηση ανακοίνωσε μια σειρά μέτρων ασφαλείας που περιλαμβάνουν την αύξηση της στρατιωτικής παρουσίας στην Ιερουσαλήμ και τη Δυτική Όχθη, καθώς και τη χαλάρωση των περιορισμών για την οπλοκατοχή για τους Ισραηλινούς πολίτες. Πρότεινε όμως επίσης και μια σειρά τιμωρητικά μέτρα, όπως την αναστολή των επιδομάτων για τις οικογένειες των τρομοκρατών και την «ενίσχυση» των εποικισμών στη Δυτική Όχθη που το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας θεωρεί παράνομους.Καθώς ανακοίνωνε τα μέτρα, ο Νετανιάχου δήλωσε πως η κυβέρνησή του δεν επιδιώκει την κλιμάκωση και κάλεσε τους Ισραηλινούς να απέχουν από εκδικητικές πράξεις. Όμως η Παλαιστινιακή Αρχή απέρριψε τις κινήσεις ως «ρατσιστικές συλλογικές τιμωρίες», ενώ Ισραηλινοί επικριτές προειδοποίησαν πως τα μέτρα απλώς θα ενισχύσουν τις εντάσεις. «Το μόνο που διαθέτει ο Νετανιάχου για να αντιμετωπίσει μια νέα παλαιστινιακή εξέγερση και αναταραχή στο εσωτερικό είναι μια ομάδα της οποίας η μοναδική στρατηγική είναι να ρίχνει συνεχώς λάδι στη φωτιά» σχολίασε ο αρθρογράφος Ανσέλ Πφέφερ στη φιλελεύθερη εφημερίδα Haaretz. Ο Μελαμέντ, ο πρώην αξιωματούχος των ισραηλινών υπηρεσιών ασφαλείας, επίσης εξέφρασε αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των προτάσεων. «Είναι ατυχές ότι πολλοί θεωρούν ακόμα πως μπορείς να λύσεις σύνθετα προβλήματα με ένα μαγικό ραβδί ρητορικής και κενών συνθημάτων» τόνισε. «Ξανά και ξανά, είναι τόσο οι Ισραηλινοί όσο και οι Παλαιστίνιοι που καλούνται να πληρώσουν το τίμημα».